Η Ελλάδα ολοκλήρωσε το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμα ξεπεράσει σημαντικά εμπόδια, ώστε να μπορέσει να εισέλθει σε μία τροχιά ισχυρής και δυναμικής ανάπτυξης, επισημαίνει στο μηναίο του δελτίο για την οικονομική δραστηριότητα ο ΣΕΒ.
Συγκεκριμένα, αναφέρει πως τα εμπόδια αυτά σχετίζονται με την υπερ-φορολόγηση, τη συσσωρευμένη αποεπένδυση ύψους €100 δισ., το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο αν και μειώνεται παραμένει αρκετά υψηλό, τη χαμηλή παραγωγικότητα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη χαμηλή επίδοση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την υψηλή ανεργία και το δημογραφικό πρόβλημα.
Στη βάση αυτή, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, η στρατηγική ανάπτυξης θα πρέπει να προσανατολιστεί, πέρα από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, και στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, έχοντας στο επίκεντρο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς αυτό αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την προσέλκυση και την τόνωση των επενδύσεων.
Μόνο έτσι, τονίζεται, μπορεί να επιταχυνθούν σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα και αποτελούν τη βάση για την άνοδο των εισοδημάτων και της απασχόλησης.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση του ΣΕΒ:
Η ολοκλήρωση του 3ου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο θέτει ξανά την Ελλάδα στο μικροσκόπιο των αγορών, από τις οποίες θα εξαρτάται σταδιακά όλο και περισσότερο ο δανεισμός της. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται κανένας εφησυχασμός σε ό,τι αφορά την πορεία βασικών δεικτών που αποτελούν βαρόμετρο στις αξιολογήσεις των αγορών για την μακροοικονομική σταθερότητα και υγεία της οικονομίας.
Τέτοιοι δείκτες είναι το ύψος του ιδιωτικού χρέους και η αναδιάρθρωση τόσο των τραπεζικών χαρτοφυλακίων όσο και των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, η πληθυσμιακή γήρανση, το ύψος της απασχόλησης και οι δαπάνες για το ασφαλιστικό σύστημα, η παραγωγικότητα της οικονομίας και της εργασίας, το εμπορικό έλλειμμα.
Οι μεταμνημονιακές πολιτικές πρέπει να εστιάσουν με σαφείς μετρήσιμους στόχους στη βελτίωση όλων των παραπάνω δεικτών ώστε να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη αγορών και εταίρων στη δυνατότητα της Ελλάδας να επιστρέψει σε μια βιώσιμη ανάκαμψη.
Εν κατακλείδι, η οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει, αλλά η ανάκαμψη εμποδίζεται από τον ανεπαρκή μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Ο βαθμός εξωστρέφειας, και η αποταμίευση και οι επενδύσεις, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Η οικονομία παράγει δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα, σε βάρος της επενδυτικής προσπάθειας των οργανωμένων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων λόγω υπερφορολόγησης, και σε βάρος της απασχόλησης των εργαζομένων λόγω υψηλού μη μισθολογικού κόστους, και ιδίως στον τομέα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Η χώρα, μετά το πέρας του 3ου Μνημονίου, βρίσκεται εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις των αγορών, χωρίς να υπάρχει πλέον ένα επαρκές σύστημα έγκαιρης εποπτείας και αποτελεσματικής παρέμβασης από την πλευρά των δανειστών.
Η οικονομία βρίσκεται όμηρος προεκλογικών διακηρύξεων και εξαγγελιών, με τον κίνδυνο ανατροπής της μακροοικονομικής σταθερότητας να ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή. Η διαφαινόμενη επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στις κακές πρακτικές του παρελθόντος δεν βοηθάει στην ενδυνάμωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όλα αυτά επηρεάζουν δυσμενώς τις επενδυτικές προσδοκίες.
Οι προσδοκίες αυτές βρίσκονται σήμερα σε αναντιστοιχία με το γεγονός ότι η χώρα έχει ήδη κάνει μεγάλα βήματα συμμόρφωσης με τα συμφωνηθέντα στα Μνημόνια, και έχει δεσμευθεί αφενός να εφαρμόσει μια σειρά από φιλικές προς την ανάπτυξη διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αφετέρου να διατηρήσει σε μακροχρόνια βάση τη δημοσιονομική πειθαρχία που έχει επιτευχθεί. Η επιχειρηματική κοινότητα θεωρεί, προς τούτο, ότι η ευθύνη όλων είναι μεγάλη ώστε η χώρα να μην τεθεί εκ νέου εκτός αγορών πριν καν καταφέρει να επιστρέψει σε αυτές.