Στην επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να προσελκύσει και πάλι επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό επανέρχεται ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο Δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα.
Με την ελληνική οικονομία σε φάση ανάκαμψης, ο δημόσιος διάλογος όλο και συχνότερα περιστρέφεται γύρω από την επιτάχυνση των επενδύσεων, ώστε η χώρα να σπάσει το φράγμα της ανάπτυξης του 2%, όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο.
Διότι, μόνο, έτσι, θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, ώστε να επανέλθει ταχύτερα η οικονομική ευημερία στη χώρα, μετά από τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, αναφέρει ο ΣΕΒ και προσθέτει:
“Για να γίνουν επενδύσεις, όμως, χρειάζεται και αποταμίευση και εδώ υπάρχει ένα φαινομενικό οικονομικό παράδοξο.
Αν και η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι αρνητική (-€8,3 δισ.), η συνολική αποταμίευση, μαζί με Γενική Κυβέρνηση (πλεονάσματα) και επιχειρήσεις (κέρδη), είναι θετική. Έτσι, η εθνική αποταμίευση σήμερα ανέρχεται σε €20 δισ. και είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν το 2009 (€16 δισ.), καθώς τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα τότε (αρνητική αποταμίευση) μετατράπηκαν σε πλεονάσματα το 2017.
Οι επενδύσεις σήμερα (€20 δισ.) είναι, όμως, λιγότερες από τις μισές απ’ ό,τι ήταν το 2009 (€44 δισ.), καθώς τότε τα δημοσιονομικά ελλείμματα προκαλούσαν τεχνητή ζήτηση στην οικονομία, με τις επενδύσεις, οι περισσότερες σε κατοικίες, να στηρίζονται όχι μόνο στην εγχώρια αποταμίευση, αλλά και στις ξένες αποταμιεύσεις (βασικά δανεισμός από το εξωτερικό).
Το αναπτυξιακό αυτό πρότυπο έφθασε στο τέλος του όταν οι αγορές άρχισαν να έχουν αμφιβολίες κατά πόσον τα χρέη που σωρεύονταν, θα μπορούσαν στο μέλλον να αποπληρωθούν, μιας και δεν πήγαιναν σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά σε παροχές και ελλείμματα. Το 2009 δεν μπορεί, λοιπόν, να επαναληφθεί.
Για να ξαναφτάσουν, όμως, οι επενδύσεις στα €40 δισ. ετησίως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με δεδομένη την περιορισμένη αποταμίευση σήμερα (€20 δισ.) απαιτούνται ισόποσα κεφάλαια από το εξωτερικό. Σήμερα, το ποσοστό εθνικής αποταμίευσης στην ΕΕ-28 ανέρχεται σε 22% του ΑΕΠ και χρηματοδοτεί επενδύσεις ύψους 20% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 11% του ΑΕΠ και χρηματοδοτεί επενδύσεις ύψους 13% του ΑΕΠ, με τη διαφορά να καλύπτεται με κεφάλαια από το εξωτερικό (ενώ η ΕΕ-28 είναι καθαρός εξαγωγέας κεφαλαίων).
Έτσι, λοιπόν, η εθνική αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να χρηματοδοτήσει μια μεγάλη επέκταση των επενδύσεων, και να φέρει την ισχυρή ανάπτυξη που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία μας. Απαιτείται, συνεπώς, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό (πλεόνασμα στο ισοζύγιο κεφαλαίων), που σημαίνει αντίστοιχη διόγκωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας.
Το τελευταίο δεν δημιουργεί παρενέργειες, εάν οφείλεται σε αύξηση επενδυτικής δραστηριότητας και όχι σε διεύρυνση δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και σε κάθε περίπτωση μπορεί να μετριασθεί στο βαθμό που η όλη διαδικασία οδηγεί σε ταχεία αύξηση των εισοδημάτων και της εγχώριας αποταμίευσης.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μπορεί, έτσι, να συγκρατηθεί, εάν οι επενδύσεις αυξάνουν ταυτόχρονα τον βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας, εάν δηλαδή είναι επενδύσεις που δημιουργούν μεγαλύτερη δυνατότητα για επέκταση από την πλευρά της προσφοράς των εξαγωγών αγαθών (βιομηχανία) και υπηρεσιών (τουρισμός, κατασκευές στο εξωτερικό).
Αυτές οι επενδύσεις είναι υψηλότερης παραγωγικότητας και αυξάνουν ταχύτερα τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις, δηλαδή τα κέρδη των επιχειρήσεων και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, έτσι ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις.
Οι επενδύσεις σήμερα (€20 δισ.) προέρχονται χονδρικά κατά €10 δισ. από τις επιχειρήσεις, €5 δισ. από τα κράτος και €5 δισ. από τα νοικοκυριά που επενδύουν σε σπίτια, γραφεία, μαγαζιά κλπ (καθώς περιλαμβάνουν και τους αυτοαπασχολούμενους).
Σημειώνεται ότι μια αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων, είτε από τις επιχειρήσεις που μπορούν να αξιοποιήσουν τις αποταμιεύσεις που συσσωρεύουν είτε από τα νοικοκυριά που δεν θα χρειάζονται στον ίδιο βαθμό να ρευστοποιούν συσσωρευμένο πλούτο για να καταναλώνουν περισσότερο απ’ ότι τους επιτρέπει το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποκατάσταση σε μόνιμη βάση της εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με τη δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος και διαφύλαξης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, είναι προϋπόθεση sine qua non για την προσέλκυση των ξένων κεφαλαίων και τη μεγέθυνση των επενδύσεων.