Βιώσιμη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας, δεν προϋποθέτει μόνο αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση του εργατικού δυναμικού, τονίζει στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία ο ΣΕΒ.
Όπως επισημαίνει, αυτό συνεπάγεται μέτρα πολιτικής μείωσης της υπερφορολόγησης για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος της οικογένειας και των μισθωτών.
Ο Σύνδεσμος στην ανάλυσή του σημειώνει ότι σήμερα το φορολογικό σύστημα δρα τιμωρητικά στη δημιουργία οικογένειας, καθώς οι φοροαπαλλαγές ή οι πρόσθετες παροχές για παιδιά είναι σχετικά ασήμαντες.
Η Ελλάδα, όπως αναφέρει, έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση (μη μισθολογικό κόστος εργασίας) στον κόσμο για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο που αμείβεται στο 67% των μέσω αμοιβών, όταν χώρες όπως η Πολωνία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Ιρλανδία, όχι μόνο δεν επιβαρύνουν, αλλά τουναντίον επιδοτούν σε καθαρή βάση το συγκεκριμένο τύπο οικογένειας.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας.
Αυτό, όπως λέει, θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κάνουν νέες επενδύσεις και να δημιουργήσουν και άλλες θέσεις εργασίας.
Αναλυτικά ο ΣΕΒ στο δελτίο του επισημαίνει τα ακόλουθα:
Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, κάτω από την πίεση του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου που μας οδήγησε στην κρίση και της βαθιάς ύφεσης που ακολούθησε, σημειώθηκαν αξιοσημείωτες αλλαγές στα μεγέθη της ανεργίας, της απασχόλησης και του εργατικού δυναμικού.
Αυτή η επώδυνη διόρθωση που επιδιώκει την αναγκαία μεταφορά επενδύσεων και εργαζομένων προς τους κλάδους της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, είτε για εξαγωγές είτε για να ανταγωνίζονται τις εισαγωγές, δεν έχει ολοκληρωθεί.
Είναι όμως επιβεβλημένο να συνεχιστεί, διότι μόνο οι οικονομίες με ισχυρή παραγωγική και εξαγωγική βάση αντέχουν στους υφεσιακούς κύκλους, προσφέροντας σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Έτσι, σε επίπεδο γενικού πληθυσμού σήμερα (2ο τρίμηνο 2018) εργάζεται μόλις το 35%. Σε επίπεδο ενεργού πληθυσμού, δηλαδή στις παραγωγικές ηλικίες 15 έως 64 ετών, το 55,3%.
Πρακτικά ένας Έλληνας παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις! Από αυτό το εισόδημα πληρώνονται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους και φυσικά η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού.
Συνολικά, φαίνεται να μετανάστευσαν στο εξωτερικό περίπου 374 χιλιάδες άτομα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις) με το εργατικό δυναμικό να μειώθηκε στους άνδρες κατά 259 χιλιάδες άτομα, και να αυξήθηκε στις γυναίκες κατά 6 χιλιάδες άτομα μεταξύ 2009 και 2017.
Αυτή η μείωση του εργατικού δυναμικού συντελεί κατά ένα βαθμό και στη μείωση της ανεργίας που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Ο δεύτερος παράγοντας που συνετέλεσε στη μείωση της ανεργίας είναι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, μετά την κορύφωση της ανεργίας κοντά στο 28% το 2013, η απασχόληση άρχισε να αυξάνει υπό συνθήκες μηδενικής ανάπτυξης, υποβοηθούμενη κυρίως από την ευελιξία στις εργασιακές ρυθμίσεις.
Θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης που συνδέονται ευθέως με αύξηση της απασχόλησης καταγράφονται (πλην μιας σύντομης περιόδου το 2014) από το 2017 και μετά. Παρά τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ο αριθμός των ανέργων παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και της απασχόλησης είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ειδικότερα οι άνεργοι βιώνουν μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη του αναπτυγμένου κόσμου (ΟΟΣΑ) που έχει την μεγαλύτερη ανεργία και διαθέτει ένα από τα λιγότερο γενναιόδωρα συστήματα στήριξης των ανέργων, με το 9,7% των ανέργων να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, με την ανεργία να διαμορφώνεται σε 19% του εργατικού δυναμικού, όταν στον ΟΟΣΑ το μέσο ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 29% με μέση ανεργία στο 6,5%.
Σημειώνεται, επίσης, ότι το 7,5% περίπου του εργατικού δυναμικού (346 χιλιάδες άτομα) είναι άνεργοι για πάνω από τέσσερα χρόνια, και ως ποσοστό των ανέργων, ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται. Ταυτόχρονα, υπάρχουν σήμερα 160 χιλιάδες νέοι που δεν δουλεύουν, δεν εκπαιδεύονται και δεν καταρτίζονται (NEETs: Not in Education, Employment or Training), αν και ο αριθμός τους έχει μειωθεί από το υψηλό επίπεδο των 228 χιλιάδων ατόμων το 2012.
Επίσης, υπάρχουν 175 χιλιάδες άτομα που είναι αποθαρρυμένοι (ενώ δηλαδή θέλουν, και είναι διαθέσιμοι, να δουλέψουν, δεν ψάχνουν ενεργά για εργασία), και μάλιστα ο αριθμός τους συνεχίζει να μεγαλώνει ακόμη και στη διετία 2017/2018 της ανάκαμψης της οικονομίας.
Τέλος, υπάρχουν 70 χιλιάδες άτομα άνω των 65 ετών που εξακολουθούν να δουλεύουν κυρίως για να τα βγάλουν πέρα. Επίσης, το 10% των απασχολούμενων δηλώνει ότι εργάζεται σε δουλειές μερικής απασχόλησης, με τα 2/3 να το κάνουν επειδή δεν βρίσκουν εργασία πλήρους απασχόλησης.
Η αύξηση της απασχόλησης μειώνει ταυτολογικά την ανεργία, αν και ο ρυθμός πτώσης του ποσοστού της ανεργίας επηρεάζεται και από μεταβολές στο εργατικό δυναμικό το οποίο συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και το brain drain.
Σε κάθε περίπτωση βιώσιμη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας, δεν προϋποθέτει μόνο αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αυτό συνεπάγεται μέτρα πολιτικής μείωσης της υπερφορολόγησης για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος της οικογένειας και των μισθωτών.
Σημειώνεται ότι σήμερα το φορολογικό σύστημα δρα τιμωρητικά στη δημιουργία οικογένειας, καθώς οι φοροαπαλλαγές ή οι πρόσθετες παροχές για παιδιά είναι σχετικά ασήμαντες. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση (μη μισθολογικό κόστος εργασίας) στον κόσμο για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο που αμείβεται στο 67% των μέσω αμοιβών, όταν χώρες όπως η Πολωνία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Ιρλανδία, όχι μόνο δεν επιβαρύνουν, αλλά τουναντίον επιδοτούν σε καθαρή βάση το συγκεκριμένο τύπο οικογένειας.
Συνεπώς, πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας. Αυτό θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κάνουν νέες επενδύσεις και να δημιουργήσουν και άλλες θέσεις εργασίας.