Εν μέσω πανδημίας το γερμανικό κράτος στήριξε με πακέτα δισεκατομμυρίων την οικονομία. Και αυτό με επιτυχία. Στο μεταξύ όμως αναδύονται και πάλι παλιές συγκρούσεις. Και δη εν μέσω αύξησης των κρουσμάτων.
Τα τελευταία στοιχεία είναι αρκετά ενθαρρυντικά: τα βιβλία με τις παραγγελίες και τις αναθέσεις έργων της γερμανικής βιομηχανίας αρχίζουν να γεμίζουν και πάλι. Και μάλιστα με γρηγορότερους ρυθμούς από τους αναμενόμενους.
«Διαπιστώνουμε ότι έχει ξεκινήσει η οικονομική ανάκαμψη, ότι το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο η ύφεση δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο φοβόμασταν και ότι η ανεργία μειώνεται σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα».
Με τα λόγια αυτά ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Αλτμάγερ συνόψιζε στις αρχές της εβδομάδας και με αφορμή την ημέρα της Γερμανικής Βιομηχανίας στο Βερολίνο τις εξελίξεις από το μέτωπο της δοκιμαζόμενης οικονομίας.
Υπό κανονικές συνθήκες η μέρα αυτή είναι ένα μεγάλο γεγονός, το οποίο προσελκύει στη γερμανική πρωτεύουσα όλα τα μεγάλα ονόματα από τον χώρο της γερμανικής πολιτικής και οικονομίας. Εν καιρώ πανδημίας ωστόσο οι 2.000 προσκεκλημένοι μειώθηκαν στους 500, η διήμερη εκδήλωση μεταδόθηκε μέσω streaming, ενώ πολλοί ομιλητές, ανάμεσά τους και η καγκελάριος, συμμετείχαν απλώς με βιντεοσκοπημένο μήνυμα.
Στο μήνυμά της και με φόντο την άδεια αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου στην καγκελαρία, η Άνγκελα Μέρκελ έκανε λόγο για μια «συγκρατημένη ανάκαμψη της οικονομίας», προσπαθώντας εμφανώς να μην προσδώσει ένα υπερφιλόδοξο πρόσημο στο ιδιαίτερα εύθραυστο λόγω πανδημίας οικονομικό status quo. Διότι ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνει παντού, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί στην παρούσα φάση και ένα δεύτερο shutdown, με εξαιρετικά απρόβλεπτες συνέπειες για τη χώρα και τους πολίτες.
Υπαρξιακή απειλή
Δεν επιτρέπεται να θέσουμε σε κίνδυνο τα κεκτημένα, είπε από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομίας Αλτμάγερ. «Δεν επιτρέπεται να υπάρξει δεύτερο shutdown και σας υπόσχομαι, όσο είναι στο χέρι μου, δεν πρόκειται να υπάρξει δεύτερο shutdown για τη βιομηχανία και την οικονομία».
Στους εκπροσώπους της βιομηχανίας το σαφές αυτό μήνυμα βρήκε βεβαίως ευήκοα ώτα. Για «υπαρξιακή απειλή» έκανε λόγο ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας Ντίτερ Κεμπφ. Επισήμανε όμως παράλληλα ότι τα ρίσκα δεν απορρέουν μόνο από την πανδημία.
Αστάθμητοι παράγοντες που προκαλούν μεγάλη ανασφάλεια είναι οι εμπορικοί πόλεμοι, οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ αλλά και η όλο και πιο πιθανή μη συντεταγμένη έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την κοινή ευρωπαϊκή αγορά.
Στα παραπάνω προβλήματα προστίθενται οι διαρθρωτικές αλλαγές στη γερμανική οικονομία οι οποίες βρίσκονταν και προ κορωνοϊού ψηλά στην ατζέντα της ημερήσιας διάταξης. Η αυτοκινητοβιομηχανία, που είναι η «ραχοκοκαλιά» της γερμανικής οικονομίας, εξακολουθεί να κλυδωνίζεται από το σκάνδαλο των παραποιημένων τιμών ρύπων, έχοντας χάσει παράλληλα το τρένο της ηλεκτροκίνησης. Επιπλέον η ψηφιοποίηση προχωρά με βραδείς ρυθμούς και μαζί της και η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης.
Δύσβατος φαίνεται να είναι και ο δρόμος προς την κλιματική ουδετερότητα. Ο πρόεδρος του συνδέσμου των Γερμανών βιομηχάνων Κεμπφ κάλεσε τον κλάδο να δρομολογήσει την απαραίτητη μετάβαση. «Λόγω της παρούσας κρίσης αλλά και των πακέτων διάσωσης που συμφωνήθηκαν ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσουμε την επαφή με την πραγματικότητα». Τον κίνδυνο αυτό έχει αντιληφθεί και η καγκελάριος που εκτίμησε ότι «το ζητούμενο δεν είναι να επιστρέψουμε απλώς γρήγορα στα επίπεδα προ κρίσης, αλλά να αναζητήσουμε παράλληλα και νέους δρόμους μέσω μακροπρόθεσμων επενδύσεων», όπως επισήμανε στο βιντεοσκοπημένο μήνυμά της.
Και ποιος θα πληρώσει;
Οι επενδύσεις κοστίζουν όμως και λόγω της παρούσας δύσκολης συγκυρίας τα οικονομικά περιθώρια για «ανοίγματα» έχουν στενέψει. «Εντέλει θα πρέπει να είμαστε απολύτως ειλικρινείς και να πούμε τι είναι εφικτό και τι όχι» είπε ο επικεφαλής της BASF Μάρτιν Μπρουντερμίλερ. Ο ίδιος εκτίμησε ότι παρά τις διαφαινόμενες τάσεις ανάκαμψης, η βιομηχανία θα χρειαστεί άλλα δύο χρόνια για να επιστρέψει στα επίπεδα προ πανδημίας. Παράλληλα έκανε λόγο για «σημαντικές επιβαρύνσεις» για τις επιχειρήσεις.
Με ιδιαίτερα κριτική διάθεση αντιμετωπίζει η βιομηχανία, μεταξύ άλλων, τους ευρωπαϊκούς και γερμανικούς στόχους για την προστασία του κλίματος. «Για να πετύχουν τον υφιστάμενο στόχο μείωσης των εκπομπών ρύπων κατά 40% μέχρι το 2030, οι 27 χώρες μέλη θα πρέπει να τριπλασιάσουν άμεσα τις προσπάθειές τους» εκτίμησε ο Κεμπφ. Η προτεινόμενη αναθεώρηση του στόχου στο 55% θα προϋπέθετε μάλιστα τον πενταπλασιασμό τους. «Η προστασία του κλίματος δεν επιτρέπεται να εξελιχθεί σε ταφόπλακα των θέσεων εργασίας» είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής των βιομηχάνων.
Ο υπ. Οικονομίας Αλτμάγερ παραδέχθηκε ότι και ο ίδιος δεν συμφωνεί με τις συνεχείς αναθεωρήσεις προκαθορισμένων στόχων, πρόσθεσε όμως πως όσο δεν επιτυγχάνονται, οι στόχοι θα αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω. Σε αυτά τα συμφραζόμενα υποσχέθηκε να συνδράμει τις επιχειρήσεις στην απόκτηση ενός πιο φιλικού προς το περιβάλλον προσήμου.
Εντούτοις και με δεδομένο το έλλειμμα ρεκόρ αλλά και το ιδιαίτερα δαπανηρό αναπτυξιακό πακέτο της κυβέρνησης οι βιομήχανοι γνωρίζουν ότι τα περιθώρια περαιτέρω -φορολογικής κυρίως φύσης- παρεμβάσεων προς όφελός τους είναι περιορισμένα.
«Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι πολύ φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα» είπε ο πρόεδρος της BASF Μπρουντερμίλερ, συνοψίζοντας σε μια φράση τη βασική αξίωση του κλάδου του. «Στην περίπτωση αυτή μπορείτε, αν θέλετε, να αυξήσετε κι άλλο την τιμή για τις εκπομπές διοξειδίου ενώ θα έχετε ένα σενάριο που μάλλον θα ικανοποιεί πολλές επιχειρήσεις».
Οι ευσεβείς πόθοι της βιομηχανίας ωστόσο δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Ως υπουργός Περιβάλλοντος είχε υπολογίσει ήδη ότι η ενεργειακή στροφή θα κοστίσει μέχρι το 2040 ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, είπε ο Αλτμάγερ. «Το κόστος είτε μετακυλίεται είτε χρηματοδοτείται μέσω χρέους», όπως επισήμανε. Και υπό τις παρούσες συνθήκες αυτό είναι απλώς αδύνατο.
Πηγή: Deutsche Welle