Παρά το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν κατορθώσει να ξεπεράσουν τον σκόπελο της ανεργίας -μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες της ύφεσης-, με αποτέλεσμα ο δείκτης της να πέφτει σε επίπεδα προ κρίσεως, κάτω από το 7%, η ετήσια έκθεση της Ε.Ε. διαπιστώνει «αξιοσημείωτες εξαιρέσεις», που μετουσιώνονται στα ποσοστά των ανέργων σε τρεις μεγάλες χώρες: τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίες συγκεντρώνουν περισσότερους από τους μισούς ανέργους στην Ένωση.
Παρά τους σχετικώς ασθενείς ρυθμούς ανάπτυξης, η Ευρώπη κατορθώνει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την έκθεση, τον περασμένο Σεπτέμβριο οι απασχολούμενοι στην Ε.Ε. ανέρχονταν σε 241,5 εκατ., «το υψηλότερο επίπεδο που έχουμε επιτύχει ποτέ», θριαμβολογούν οι Βρυξέλλες.
Μολαταύτα, τα στοιχεία τούτα υποκρύπτουν την πραγματική εικόνα που έχει δύο όψεις.
Την ώρα που κάποιες από τις χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Τσεχία και Βρετανία) όχι μόνον έχουν ποσοστά ανεργίας χαμηλότερα του 4%, αλλά συνάμα καταγράφουν έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αποθεματικό ανέργων.
Παρότι η έκθεση βασίζεται στα στοιχεία του 2018, η Eurostat επιβεβαιώνει πως η εικόνα παραμένει η ίδια και έως τον περασμένο Οκτώβριο. Βάσει αυτών, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία καταγράφουν 8,3 εκατ. ανέργους, που αντιστοιχεί στο 53,3% του συνολικού αριθμού στην Ε.Ε.
Το βάρος αυτό είναι σημαντικό για τον συνολικό απολογισμό της Ένωσης, αλλά και των ίδιων των χωρών, καθώς, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, υπάρχουν «μεγάλες διαφορές σε περιφερειακό επίπεδο», εφόσον ορισμένες ζώνες στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία καταγράφουν ποσοστά ανεργίας άνω του 20%.
Με βάση τα ευρωπαϊκά στοιχεία, η οικονομία της ηπείρου δεν έχει καταφέρει ακόμη να καταπολεμήσει ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που μαστίζει την ποιότητα της εργασίας, την εποχική και μερική εργασία, μία μορφή εργασίας που κατ’ αυτήν «θα αποτελέσει το εφαλτήριο των εργασιακών σχέσεων για το μέλλον».
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων μορφών εργασίας είναι η Ισπανία (πάνω από τους μισούς εργαζομένους). Επίσης, η χώρα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών όπου η μετάβαση στη μόνιμη απασχόληση απαιτεί περισσότερο χρόνο και υψηλότερο κόστος.
Επίσης, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «η ισχυρή ανάκαμψη» όχι μόνον δεν μείωσε «το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας», αλλά αντιθέτως σημειώθηκε αύξηση, κατά ένα εκατ. ανθρώπους, στον αριθμό τους μέσα στο 2018.
Συνολικά, 86 εκατ. άνθρωποι (το 17,1%) στην Ε.Ε. διαβιούν με εισοδήματα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος. Επίσης, κάποιες χώρες–Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία κι Ιταλία–δεν κατόρθωσαν να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων που, καίτοι έχουν εργασία, διατρέχουν τον κίνδυνο να διαβούν τα όρια της φτώχειας. Ακόμη κι εάν στην έκθεση σημειώνεται πως σε χώρες όπως η Ισπανία ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 22,3%.
Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα για την Ευρώπη συνιστά το κόστος της στέγασης, με έναν στους 10 πολίτες της να πληρώνει «υπερβολικές δαπάνες» για την κατοικία του, διαθέτοντας γι’ αυτές το 40% των εισοδημάτων του. Για το δε 4,9% εξ αυτών οι στερήσεις είναι δυσβάστακτες, ενώ το 1,9% δεν διαθέτει στην κατοικία του μπάνιο και τουαλέτα. Βέβαια, σημειώνεται πως η πολιτική της μείωσης των επιτοκίων έχει συμβάλει τα τελευταία χρόνια σε μία ελάφρυνση των επιβαρύνσεων αυτών.
Για την Ελλάδα, η έκθεση συμπεραίνει πως είναι μία από τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για στέγαση, με το 40% των νοικοκυριών να δαπανά άνω του 40% των εισοδημάτων του για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Πάνω από τον μέσο όρο βρίσκονται η Βουλγαρία, η Βρετανία, η Δανία, η Γερμανία κι η Ρουμανία και τα προβλήματα εστιάζονται κυρίως σε όσους δεν έχουν υψηλά εισοδήματα κι ιδιόκτητη περιουσία και αναγκάζονται να ενοικιάζουν στέγη.
Πηγή: EFE, El Pais, El Publico