Στα 365 δισ. ευρώ ή 154% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2024 το δημόσιο χρέος, έναντι 369,099 δισ. ευρώ ή 163,9% του ΑΕΠ το 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023.

Για το 2025, προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί, επίσης, στα 365 δισ. ευρώ του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2024, γεγονός που άπτεται της διαφοράς ύψους του ΑΕΠ.

Η πρόωρη αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού GLF, τα οποία έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, αναμένεται να συνεχιστεί τον Δεκέμβριο 2024 με την αποπληρωμή δανείων που λήγουν τα έτη 2026, 2027 και 2028, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ.

Έχουν προηγηθεί οι αποπληρωμές δανείων ύψους 5,29 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2023 και 2,645 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2022.

Μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2023 από τους οίκους αξιολόγησης DBRS Morningstar, Standard & Poor’s, Fitch Ratings, R & I και Scope, καθώς επίσης και την αναβάθμιση από τη Moody’s στη βαθμίδα Ba1, ακολούθησε κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s, Scope, DBRS Morningstar και Moody’s. Το γεγονός αυτό καθιστά πιθανή μία νέα αναβάθμιση του αξιόχρεου κατά τους προσεχείς μήνες.

Στις 30/9/2024 το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τον Μηχανισμό Στήριξης διαμορφώθηκε σε 226.790,1 εκατ. ευρώ, τα οποία μετά την πλήρη εξόφληση του ΔΝΤ συνίστανται αποκλειστικά σε ευρωπαϊκά δάνεια των κρατών μελών της ευρωζώνης.

*Αποκρατικοποιήσεις*

Τα ταμειακά έσοδα αποκρατικοποιήσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, προβλέπονται στο ποσό των 1,881 δισ. ευρώ και διακρίνονται ως εξής:

-ποσό 1,378 δισ. ευρώ που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες «Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών» και «Λοιπά τρέχοντα έσοδα» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε συμβάσεις παραχώρησης, με κυριότερη τη σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού με προβλεπόμενα έσοδα 1,35 δισ. ευρώ,

-ποσό 37 εκατ. ευρώ που περιλαμβάνεται στην κατηγορία «Πωλήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε πωλήσεις παγίων, και

-ποσό 467 εκατ. ευρώ που περιλαμβάνεται στην κατηγορία 45 «Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων» (χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε πωλήσεις μετοχών διάφορων εταιρειών με μέτοχο το Δημόσιο ή/και το ΤΑΙΠΕΔ.

Παράλληλα, το 2025 αναμένεται να είναι το έτος της πλήρους μετεξέλιξης της ΕΕΣΥΠ (Υπερταμείο) σε Sovereign Wealth Fund, με την ολοκλήρωση της απορρόφησης του ΤΑΙΠΕΔ και των περιουσιακών στοιχείων του ΤΧΣ καθώς και με την ενεργοποίηση του νέου Επενδυτικού Ταμείου, οι επενδύσεις του οποίου αναμένεται να αποτελέσουν καταλύτη προσέλκυσης περαιτέρω κεφαλαίων.

Επιπλέον, προβλέπεται:

-η έναρξη νέων σημαντικών έργων, όπως η ανάπλαση της ΔΕΘ και η βελτίωση των υπηρεσιών προς τους πολίτες, όπως το «Tap ‘n’ Pay» και

-η αύξηση των επενδύσεων, τόσο απευθείας από την ΕΕΣΥΠ, όσο και μέσω του νέου επενδυτικού της βραχίονα, που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, προάγοντας ένα νέο πρότυπο όπου οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου της θα αποτελούν παράδειγμα βέλτιστων πρακτικών για τον δημόσιο τομέα.

*Κύριες πηγές κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις*

Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προϋπολογισμού 2025 υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.

Πέραν της εξέλιξης του πολέμου, επιπρόσθετοι παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται σε σχέση με την ταχύτητα επιστροφής του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ, καθώς και με τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στην πορεία της νομισματικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, πηγή αβεβαιότητας αποτελούν η δημοσιονομική προσαρμογή που παρατηρείται σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ καθώς και η πιθανή επίταση των εμπορικών εντάσεων σε διεθνές επίπεδο.

Η ανάλυση ευαισθησίας αποσκοπεί στην εκτίμηση της πορείας των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές παραδοχές περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2025. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ανάλυσης έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2025 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού. Η επίπτωση αυτή έχει εκτιμηθεί μέσω των ελαστικοτήτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας και οι οποίες περιγράφονται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Report on Public Finances in EMU 2018».

Η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2025 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 246,3 δισ. ευρώ από 237 δισ. ευρώ το 2024 έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 247,5 δισ. ευρώ το 2025, σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,25% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2025.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -0,8% του ΑΕΠ έναντι -0,6% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +2,2% του ΑΕΠ έναντι +2,4% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους ο μειωμένος κατά 0,5% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 0,61 δισ. ευρώ.