Η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει μία σειρά κινδύνων, αλλά οι επενδυτές πιθανόν να τους αγνοούν λόγω της οκταετούς ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, αναφέρει η κεντρική τράπεζα (Μπούντεσμπανκ) στην τακτική έκθεσή της για τη σταθερότητα.
«Υπάρχει ο κίνδυνος ότι τα χαμηλά επιτόκια και οι ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες στη Γερμανία θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους παράγοντες της αγοράς να υποεκτιμήσουν τους κινδύνους», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου χαμηλών επιτοκίων – οι αποτιμήσεις πολλών επενδύσεων είναι πολύ υψηλές και αυξάνεται σταθερά το ποσοστό των επενδύσεων με χαμηλό επιτόκιο στους ισολογισμούς των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών».
Ο τραπεζικός τομέας είναι επί του παρόντος ισχυρός και ικανός να αντιμετωπίσει τους κινδύνους, αλλά τα χαμηλά επιτόκια απειλούν τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία του, αυξάνοντας τα κίνητρα των τραπεζών να αναλαμβάνουν μεγαλύτερους κινδύνους με την ελπίδα υψηλότερων αποδόσεων, προσθέτει η έκθεση. Οι αξίες των κατοικιών μπορεί να είναι 15-30% υπερτιμημένες και, ενώ οι κίνδυνοι από τα στεγαστικά δάνεια φαίνονται ακόμη περιορισμένοι, μία αντιστροφή των αξιών μπορεί να έχει «τεράστια» επίπτωση στις τράπεζες, αναφέρει η Μπούντεσμπανκ.
Οι γερμανικές τράπεζες είναι μεταξύ των λιγότερο αποδοτικών στην Ευρώπη, με την απόδοση επί του ενεργητικού τους να είναι η χαμηλότερη στην περιοχή και τον λόγο του κόστους προς τα έσοδά τους να διαμορφώνεται στο 74,9%, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη. «Το χαμηλό επίπεδο κερδοφορίας θα μπορούσε να αυξήσει το κίνητρο ανάληψης μεγαλύτερου κινδύνου για την επίτευξη μεγαλύτερων αποδόσεων», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι μία μη αναμενόμενη μακρά περίοδος χαμηλών επιτοκίων θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις σε μικρού και μεσαίου μεγέθους τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, ειδικότερα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ