«Την πραγματική έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα θέριζε τον κόσμο, την αντελήφθην στις 9 Αυγούστου 2007, το πρωί, όταν αντιμετωπίσαμε την πλήρη διακοπή της λειτουργίας της νομισματικής αγοράς της ευρωζώνης», θυμάται ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
Πολλά σημάδια είχαν αφήσει να φανεί το εύθραυστο της αμερικανικής αγοράς υποθηκών, αλλά το καλοκαίρι του 2007 τα γεγονότα επιταχύνονται και οι πρώτες πτωχεύσεις εμφανίζονται στις ΗΠΑ.
Στο τέλος του Ιουλίου, τα χρηματιστήρια στον κόσμο παραπαίουν και η κρίση διαχέεται στην Ευρώπη: η Γερμανία αναγκάζεται να αναχρηματοδοτήσει επειγόντως την τράπεζα IKB, με ένα πακέτο διάσωσης ύψους τριών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στις 9 Αυγούστου 2007, ο γαλλικός τραπεζικός όμιλος BNP Paribas παγώνει τρία από τα επενδεδυμένα στις ΗΠΑ κεφάλαια. Ο πανικός γενικεύεται και η αγορά νομισμάτων, επί της οποίας οι τράπεζες ανταλλάσσουν ρευστό, στερεύει απότομα.
«Η κατάσταση ήταν πρωτοφανής από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: δεν υπήρχε πλέον καμία κανονική δραστηριότητα, καμία συναλλαγή ανάμεσα σε τράπεζες, ούτε επιτόκια στην αγορά…Παίρνω τότε μαζί με τους συναδέλφους μου την απόφαση να χορηγηθεί η ρευστότητα που ζητείται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς χωρίς όρια».
Στις 9 Αυγούστου 2007, μια πενηντάδα τραπεζών της ευρωζώνης ζητούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ρευστότητα 95 δισεκατομμυρίων ευρώ για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ένα πρωτοφανές ποσόν. Και το παίρνουν.
«Βρισκόμουν τότε στην Βρετάνη, στο εξοχικό μου στο Σεν Μαλό, σε διαρκή ηλεκτρονική επικοινωνία με την ΕΚΤ και τα μέλη του διευθυντηρίου. Παίρνουμε την απόφαση μέσα σε δυόμισι ώρες», διηγείται ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
«Αυτή η απόφαση θεωρήθηκε κρίσιμης σημασίας από όλους του παρατηρητές και τους παράγοντες της αγοράς, διότι έδειχνε ότι η ΕΚΤ μπορούσε να λάβει πολύ γρήγορα εξαιρετικά τολμηρές αποφάσεις», λέει ο τότε ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης.
«Υπήρχαν δύο σχολές: εκείνοι που θεωρούσαν ότι η κρίση των subprimes ήταν ο προάγγελος μίας πολύ σοβαρής κατάστασης και εκείνοι που θεωρούσαν ότι επρόκειτο για μία απλή διόρθωση της αγοράς, μάλλον υγιή διόρθωση και χωρίς συστημικό κίνδυνο. Ανήκα στην πρώτη σχολή», συνεχίζει ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
Η κατάσταση δεν αμβλύνεται, αλλά συνεχίζει να επιδεινώνεται τους επόμενους μήνες μέχρι την τελική έκρηξη: στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, η αμερικανική τράπεζα Lehman Brothers κηρύσσει πτώχευση. Η Lehman ήταν η μικρότερη επιχειρηματική τράπεζα της Wall Street. «Ήταν ο μηχανισμός ανάφλεξης», λέει ο Τρισέ.
Τις προηγούμενες ημέρες, «είμαι σε επαφή με τον Μπεν Μπερνάνκι (πρόεδρο της Fed), με τον Τιμ Γκάιτνερ, (επικεφαλής της Fed στην Νέα Υόρκη), με τους συναδέλφους μου σε όλον τον κόσμο. Βρισκόμαστε σε διαρκή σύσκεψη».
«Εξηγούμε ότι η πτώχευση της Lehman θα έχει καταστροφικές συνέπειες, αλλά καταλαβαίνω ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα διασώσει την Lehman, εάν δεν υπάρξει ιδιωτική διευθέτηση», συνεχίζει ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι αμερικανικές αρχές, έχοντας δεχθεί επικρίσεις τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά για την δημόσια βοήθεια προς τους οργανισμούς αναχρηματοδότησης ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων Fannie Mae και Freddie Mac, αφήνουν την Lehman να καταρρεύσει.
«Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν έχει, εκείνη την στιγμή, την πολιτική δυνατότητα να επέμβη με δημόσιο χρήμα. Αρχίζω λοιπόν και εγώ να ετοιμάζομαι για την καταστροφή», θυμάται ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ.