Για την Ελλάδα, η επικείμενη έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης είναι μια ευκαιρία να αποτινάξει επιτέλους τα δεσμά της λιτότητας. Οι πιστωτές της ωστόσο έχουν άλλη άποψη, επισημαίνει σε άρθρο του με σημερινή ημερομηνία το Politico.
«Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσουμε τους Έλληνες από το να επιστρέψουν στις παλιές τους συνήθειες. Πρέπει να συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις», δήλωσε αξιωματούχος της ευρωζώνης στο Politico, αναφορικά με το επικείμενο τέλος του προγράμματος και τη μετά-μνημονιακή εποπτεία.
Όπως επισημαίνεται, τα τελευταία οκτώ χρόνια η Αθήνα δεν είχε τον έλεγχο των οικονομικών της πολιτικών, έχοντας αποδεχθεί σειρά περιορισμών και μεταρρυθμίσεων με αντάλλαγμα δάνεια που θα την απέτρεπαν από τη χρεοκοπία.
Οι αξιωματούχοι της τρόικας, κάνουν τώρα ό,τι μπορούν για να εξασφαλίσουν ότι θα παραμείνουν τα δεσμά.
Αν και όλοι συμφωνούν πως έχει έρθει ο καιρός να τερματιστεί επισήμως το πρόγραμμα διάσωσης, είναι λιγότερο πρόθυμοι να δώσουν στην Ελλάδα την πλήρη ελευθερία που έχουν δώσει σε άλλες χώρες που πέρασαν παρόμοια διαδικασία.
Όπως τόνισε ένας αξιωματούχος υπουργείου της ευρωζώνης, «μας χρωστάνε περισσότερα από 200 δισ. ευρώ, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα».
Σε ό,τι αφορά την μεταμνημονιακή εποπτεία, το Politico σημειώνει πως ενώ οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών υπόκειται σε δύο ελέγχους ετησίας από την Κομισιόν και τον ESM, η Ελλάδα θα έχει «ενισχυμένη επιτήρηση», με τέσσερις επισκέψεις για ελέγχους ετησίως.
“Θα είναι ένα μικρό λουρί. Θυμηθείτε ότι έχουν πολύ χρέος να αποπληρώσουν”, αναφέρει άλλος αξιωματούχος της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα επίσης θα πρέπει στα δύο επόμενα χρόνια να εφαρμόσει τις αυξήσεις στους φόρους και τις μειώσεις των συντάξεων στα οποία συμφώνησε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων διάσωσης.
Έχει επίσης συμφωνήσει να διατηρήσει έναν ετήσιο στόχο για το πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, και σχεδόν 2% μέχρι το 2060.
Υψηλόβαθμο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας επισημαίνει τις επικείμενες περικοπές στις συντάξεις, τις αυξήσεις φόρων και το υψηλό επίπεδο μεταμνημονιακής εποπτείας, ως απόδειξη της συνεχιζόμενης λιτότητας, υποστηρίζοντας ότι «τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα» θα κοστίσουν στην Ελλάδα περί τα 5 δισ. ευρώ.
Διπλωμάτες χωρών της ευρωζώνης που εργάζονται για το μετά το πρόγραμμα καθεστώς, θεωρούν σίγουρες τις υψηλές απαιτήσεις από την Αθήνα, μετά από χρόνια πολιτικών κρίσεων και υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν.
Αν μη τι άλλο, θα ήθελαν οι περιορισμοί να είναι πιο αυστηροί.
Διπλωμάτες χωρών της ευρωζώνης που βρίσκονται κοντά στις διαπραγματεύσεις, ανησυχούν ότι μπορεί να κάνει την εμφάνισή του περισσότερο ελληνικό δράμα από την τρέχουσα ή την μελλοντική κυβέρνηση, η οποία ανησυχούν ότι θα μπει στον πειρασμό να διαλύσει όλα όσα έχουν επιτευχθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Ο επικεφαλής του ESM, Klaus Regling, έχει εκφράσει ανησυχίες πίσω από κλειστές πόρτες ότι οι μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή στη διάρκεια του προγράμματος θα σταματήσουν μόλις αυτό τελειώσει.
«Η Ελλάδα θα αναζητήσει όσο μεγαλύτερη ανεξαρτησία γίνεται μετά από την έξοδο. Αλλά εάν οι αγορές τους απορρίψουν, τότε θα επιστρέψουν σε πρόγραμμα», ανέφερες ένας άλλος αξιωματούχος της ευρωζώνης.
Οι πιστωτές της Ελλάδας επίσης πιέζουν ώστε να συμπεριληφθούν νέοι όροι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ελάφρυνση χρέους.
Σε μια προσπάθεια να καταστεί το χρέος της Αθήνας πιο βιώσιμο, χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία έχουν προτείνει να τεθεί σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο το χρέος της χώρας θα μειώνεται αυτομάτως, εάν η οικονομία της χώρας αντιμετωπίσει προβλήματα.
Αυτό έχει εγείρει ανησυχίες ότι οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να σαμποτάρουν σκοπίμως την οικονομία της χώρας για να μειώσουν το χρέος.
Από την πλευρά τους οι Γερμανία, Φινλανδία και Ολλανδία επιμένουν ότι η Αθήνα θα πρέπει να αποδεχθεί μέτρα τα οποία θα διασφαλίζουν πως θα κάνει οτιδήποτε δυνατό για τη διατήρηση της ανάπτυξης.