Την εκτίμηση ότι η αναβάθμιση των θέσεων εργασίας υψηλών προσόντων στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος του Εθνικού Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας εξέφρασε ο ερευνητής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου ∆υναµικού (ΕΙΕΑ∆), Βάιος Κώτσιος μιλώντας σε ημερίδα για τη διάγνωση των αναγκών της Αγοράς Εργασίας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Ο κ. Κώτσιος τόνισε ότι όσο πιο ψηλό είναι το ποσοστό θέσεων εργασίας υψηλών προσόντων που δημιουργεί μια οικονομία, τόσο μεγαλύτερο είναι και το ΑΕΠ της ενώ παράλληλα αναχαιτίζεται και το φαινόμενο του brain drain που περιγράφει τη μαζική φυγή των νέων στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στην ημερίδα, η Ελλάδα, πέρα από την εκπαίδευση και την υγεία, σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους υπολείπεται και του μέσου όρου της ευρωζώνης και των περισσότερων χωρών όσον αφορά το ποσοστό θέσεων εργασίας υψηλών προσόντων. «Στην Ελλάδα οι θέσεις αυτές είναι 30%, δηλαδή μία στις τρεις.
Στην ευρωζώνη είναι 45%. Η Αττική έχει 40% ενώ η Κεντρική Μακεδονία βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο, στο 32%» ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ πρόσθεσε ότι η Ελλάδα δημιουργεί κατά κύριο λόγο θέσεις εργασίας μέσου επιπέδου, σε ποσοστό 61%. Συνεπώς, υπογράμμισε ότι στόχος της όλης προσπάθειας θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση των θέσεων υψηλών προσόντων, ζήτημα που όπως είπε, αφορά και τις επιχειρήσεις το πώς αυτές αξιοποιούν το εργατικό δυναμικό που υπάρχει στη χώρα.
Επικοινωνιακές και ψηφιακές δεξιότητες
Σε ό,τι αφορά τις δεξιότητες που απαιτούνται, γνωστοποίησε ότι η ελληνική αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις ζητούν συγκεκριμένα πράγματα στην κορυφή της λίστας των οποίων βρίσκεται η χρήση διαφορετικών διαύλων επικοινωνίας από τον εργαζόμενο ώστε να επικοινωνεί λεκτικά, χειρόγραφα, ψηφιακά ή τηλεφωνικά με σκοπό τη δόμηση και την ανταλλαγή ιδεών ή πληροφοριών. Ακολουθεί η ικανότητα των εργαζομένων να εκδίδουν τιμολόγια πώλησης.
Από τις έρευνες, άλλωστε, του μηχανισμού προέκυψε ότι υπάρχει έντονη συσχέτιση της πορείας των επιχειρήσεων με την ψηφιακή τους επάρκεια και τις ψηφιακές ικανότητες του προσωπικού που απασχολούν ως σύνολο.
Τέτοιες ικανότητες είναι η οργάνωση και διαχείριση δεδομένων και πληροφοριών ψηφιακού περιεχομένου, η προστασία και συντήρηση λογισμικού και συσκευών και η επίλυση τεχνικών προβλημάτων.
Χαιρετίζοντας την ημερίδα ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας επισήμανε ότι από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας χάθηκαν συνολικά 103.000 θέσεις εργασίας και τόνισε ότι η Περιφέρεια από τις πρώτες στη χώρα προχώρησε στη σύσταση περιφερειακού μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας που παρέχει στοιχεία της τοπικής αγοράς εργασίας και διευκολύνει αφενός την κάλυψη κενών θέσεων στους δυναμικότερους τομείς της οικονομίας αφετέρου την εκπόνηση μελλοντικών στοχευμένων μελετών σε κλάδους με αναπτυξιακές προοπτικές.
Έρευνα σε εργαζόμενους στην Κεντρική Μακεδονία
‘Αλλωστε, ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κώστας Γιουτίκας επισήμανε ότι ήδη έγινε η πρώτη έρευνα του μηχανισμού σε 704 επιχειρήσεις ενώ σήμερα παρουσιάζεται μια ακόμη έρευνα γνώμης σε 815 εργαζόμενους και αποτυπώνει τη δική τους οπτική.
Την έρευνα, που έγινε την άνοιξη του 2021, παρουσίασε το στέλεχος της ομάδας έργου Πασχάλης Τεμεκενίδης. Ο ίδιος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας που χρειάζονται πολύ χαμηλή μόρφωση από ό,τι υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο εργατικό δυναμικό.
Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού (17%) έχει προχωρήσει σε περαιτέρω εκπαίδευση (μεταπτυχιακό ή/ και διδακτορικό).
Οι ίδιοι άνθρωποι όταν ρωτιούνται αν αυτό απαιτείται για να κάνουν τη δουλειά τους απαντούν θετικά μόνο σε ποσοστό 2%. Εδώ, όπως είπε, τίθεται το θέμα των ανθρώπων που αισθάνονται ότι υποαμείβονται ή κάνουν μια δουλειά που δεν τους αντιστοιχεί γιατί έχουν περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτεί η δουλειά.
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε πως ένας στους 4 εργαζόμενους δήλωσε ότι θα αναζητήσει εντός του έτους μια καινούρια δουλειά λόγω χαμηλής αμοιβής και έλλειψης προοπτικών στο αντικείμενο της παρούσας εργασίας τους ενώ το 50% περίπου των εργαζομένων είναι ικανοποιημένο στη θέση εργασίας που κατέχει.