Τα κρίσιμα ερωτήματα που προκύπτουν μετά την πρώτη φάση επανεκκίνησης στην οποία μπήκε από τη Δευτέρα η ελληνική οικονομία εξετάζει η Capital Economics, λίγες εβδομάδες μετά την έκθεσή της, η οποία μιλούσε για ύφεση έως και 15% στην Ελλάδα φέτος, μία πρόβλεψη στην οποία εμμένει.
1. Ποια ήταν η απάντηση της κυβέρνησης στην πανδημία και πόσο βαθιά έχει πληγεί η οικονομία;
Η κυβέρνηση ήταν σχετικά γρήγορη στην απάντηση έναντι της απειλής του κορωνοϊού και επέβαλε αυστηρά μέτρα περιορισμού. Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που ακύρωσαν αθλητικά γεγονότα και έκλεισε σχολεία και εστιατόρια περίπου δύο εβδομάδες μετά την ανίχνευση του πρώτου κρούσματος. Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση επέβαλε στους πολίτες να συμπληρώνουν μια φόρμα ή να στέλνουν ένα μήνυμα κάθε φορά που έβγαιναν από το σπίτι για οποιονδήποτε λόγο.
Αυτά τα μέτρα ήταν επιτυχή στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού: πράγματι, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμφάνισης του κορωνοϊού στην Ευρώπη. Ωστόσο, τα μέτρα είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην οικονομία, η οποία, λόγω της δομής της, οδεύει ήδη στο να βιώσει ένα μεγαλύτερο χτύπημα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης λόγω του μεγάλου βάρους του τουρισμού.
Οι έρευνες δείχνουν μια πτώση του ΑΕΠ στην αρχή του β’ τριμήνου παρόμοια σε κλίμακα με εκείνη που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους το 2011. Αυτές πιθανώς υποτιμούν την ύφεση, καθώς μόνο εταιρείες που είναι ακόμη ανοιχτές είναι γενικά σε θέση να απαντήσουν στις έρευνες. Επιπλέον τα ερωτήματα στα οποία βασίζονται οι έρευνες δείχνουν εάν η δραστηριότητα είναι ανοδική ή πτωτική και όχι πόσο ανοδική ή πτωτική είναι.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά περίπου 5% σε τριμηνιαία βάση στο α’ τρίμηνο και στο β’ τρίμηνο αναμένεται να συρρικνωθεί πάνω από 20%, ανάλογα με το πόσο γρήγορα αίρονται τα μέτρα περιορισμού.
2. Πόσο θα αυξηθεί το ποσοστό ανεργίας;
Παρά την ταχεία και σημαντική δημοσιονομική ώθηση της κυβέρνησης για τον περιορισμό του κλεισίματος των επιχειρήσεων και της εκτεταμένης ανεργίας, το ποσοστό ανεργίας θα συνεχίσει να ανεβαίνει. Στις προηγούμενες προβλέψεις της η Capital Economics έβλεπε εκτόξευση της ανεργίας στο 32% έως τον Ιούνιο. Μετά τα μέτρα στήριξης και επιδότησης της κυβέρνησης, εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας είναι πιθανότερο να αυξηθεί «μόνο» στο 25% περίπου.
3. Το χρέος της κυβέρνησης παραμένει βιώσιμο;
Ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση μπορεί να καλύψει το χρέος της στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, η δημοσιονομική της απάντηση στον Covid-19 εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα. Όπως εκτιμάται, ο δείκτης χρέους από 180% περίπου το 2019 θα αυξηθεί πάνω από το 200% φέτος.
Μία πηγή ανακούφισης ωστόσο είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο είναι ήδη υψηλό στην Ελλάδα, μπορεί να μην αυξηθεί τώρα που τα ελληνικά ομόλογα περιλαμβάνονται σε ένα από τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν χαμηλές και θα υποχωρήσουν στο 1,25% έως τα τέλη του 2020, προτού αυξηθούν στο 2% έως τα τέλη του 2022.
4. Τι γίνεται με τον ακόμη ευάλωτο τραπεζικό κλάδο;
Η πανδημία αποτελεί ένα άλλο μεγάλο πλήγμα για τον τραπεζικό τομέα, ανεξάρτητα από τη βοήθεια της ΕΚΤ. Ακόμα και στις πιο πρόσφατες «κανονικές» στιγμές ο τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά είχε συρρικνωθεί. Παρόλο που η ΕΚΤ διευκόλυνε τις προϋποθέσεις για το πρόγραμμα TLTRO-III για να δώσει κίνητρα στις τράπεζες να δανείζουν περισσότερα, προσφέροντάς τους πίστωση με χαμηλό επιτόκιο -1%, ο δανεισμός είναι απίθανο να αυξηθεί στην Ελλάδα. Και ακόμα κι αν αυξηθεί, δεδομένης της κατάστασης, υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα πολλών εταιρειών και νοικοκυριών που θα μπορούσαν να πάρουν αυτά τα δάνεια.
Επιπλέον οι υφιστάμενοι κάτοχοι δανείων είναι πλέον πιο πιθανό να κηρύξουν default καθώς χάνονται θέσεις εργασίας και κλείνουν τις επιχειρήσεις. Αυτό θα αντιστρέψει μεγάλο μέρος της πρόσφατης πτώσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως εκτιμά η Capital Economics, ο δείκτης NPL των ελληνικών τραπεζών θα αυξηθεί κατά περίπου 9% και πάνω από το ήμισυ όλων των συνολικών δανείων – το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί.
5. Πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η οικονομία;
Όχι μόνο το χτύπημα στην οικονομία θα είναι πιο σοβαρό από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά η ανάκαμψη θα είναι πιο αργή. Τα σχέδια επανεκκίνησης που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα ήρθαν πάντως ελαφρώς ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν. Ωστόσο ο τομέας που έχει πληγεί περισσότερο -ο τουρισμός- θα είναι ο τελευταίος που θα ανοίξει πλήρως.
Τα τρέχοντα σχέδια προβλέπουν άνοιγμα εστιατορίων και ξενοδοχείων στην ηπειρωτική χώρα από την 1η Ιουνίου – την ίδια ημέρα η Ιταλία σκοπεύει να ανοίξει τα εστιατόριά της και σχεδόν έναν μήνα μετά άλλα καταστήματα και τις δημόσιες συγκοινωνίες που άρχισαν να ανοίγουν αυτήν την εβδομάδα.
Και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια για την άρση της απαγόρευσης πτήσεων, η οποία επεκτάθηκε πρόσφατα έως τις 15 Μαΐου. Αυτή η απαγόρευση ισχύει για πτήσεις επιβατών από και προς Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Τουρκία και Ολλανδία. Αυτές οι έξι χώρες αντιπροσώπευαν πάνω από το 40% των συνολικών δαπανών από τουρίστες στην Ελλάδα πέρυσι.
Επιπλέον, η Capital Economics αμφιβάλλει ότι οι καταναλωτές θα συρρέουν σε μπαρ και εστιατόρια ή ότι θα είναι έτοιμοι να ταξιδέψουν πολύ, ακόμα και όταν τα μέτρα περιορισμού χαλαρώσουν. Και ορισμένοι περιορισμοί ενδέχεται να επιστρέψουν εάν υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Έτσι συνεχίζει να αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 15% το 2020 συνολικά, σε σύγκριση με 12% ύφεση στην Ευρωζώνη. Το επόμενο έτος αναμένεται να ανακάμψει απότομα, καθώς τα περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις επιστρέφουν κάπως στην κανονικότητα, ωστόσο η δραστηριότητα θα παραμείνει πολύ κάτω από το επίπεδο του τέλους του 2019 για πολύ καιρό ακόμη.
Συνολικά, αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους στο 40% του μεγέθους που είχε στις αρχές του 2007. Και παρά την προοπτική αξιοπρεπούς ανάκαμψης της δραστηριότητας το επόμενο έτος και την αρκετά ισχυρή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, η οικονομία φαίνεται ότι θα παραμείνει πολύ κάτω από το μέγεθος που είχε το 2007 για τα επόμενα 10 περίπου χρόνια.