Δεν θα πετύχει τους στόχους ανάπτυξης η Ελλάδα, λέει ο ΟΟΣΑ. Σε έκθεσή του ο Οργανισμός τοποθετεί στο 1,4% την άνοδο του ΑΕΠ εφέτος αντί για 1,6% που προβλέπει ο προυπολογισμός αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο 2,3% το 2018 έναντι πρόβλεψης 2,5% Βρυξελλών και Αθήνας. Για το 2019 ο πήχης της ανάπτυξης υποχωρεί στο 2%.
Η μείωση των υψηλών επιπέδων φτώχειας, ιδίως μεταξύ των νέων, παραμένει επίσης επιτακτική ανάγκη
Στην ίδια έκθεση ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει πως το πλεόνασμα του προϋπολογισμού αναμένεται να ξεπεράσει τους στόχους το 2017.

Ωστόσο, ο διεθνής οργανισμός υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης των εξαιρετικά υψηλών επιπέδων δημοσίου χρέους στην Ελλάδα, καθώς και μείωσης του ποσοστού NPLs των ελληνικών τραπεζών. Άλλωστε, αυτοί οι δύο παράγοντες αποτελούν σύμφωνα με τον Οργανισμό την «αχίλλειο πτέρνα» του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ειδικότερα, σε έκθεσή του με τις προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία, ο ΟΟΣΑ αναφέρει:

«Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα καθοδηγήσουν την ανάκαμψη, ανταποκρινόμενες στη μείωση της πολιτικής αβεβαιότητας και τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
Οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να αυξάνονται βρίσκοντας στήριξη στην αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό. Η επιτάχυνση των εξαγωγών θα βαρύνει την ανάπτυξη του 2019. Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μειώνεται, αλλά παραμένει εξαιρετικά μεγάλη, περιορίζοντας τις πιέσεις των τιμών και των μισθών».

Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού βρίσκεται σε τροχιά να ξεπεράσει τους στόχους του 2017, χάρη στη βελτιωμένη φορολογική συμμόρφωση και τις περιορισμένες δαπάνες. Απαιτείται περαιτέρω πρόοδος στην αντιμετώπιση των καθυστερημένων φορολογικών εσόδων.

Η μείωση των υψηλών επιπέδων φτώχειας, ιδίως μεταξύ των νέων, παραμένει επίσης επιτακτική ανάγκη.

Το πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι ένα πρώτο, ευπρόσδεκτο βήμα, αλλά η συνολική κοινωνική προστασία πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Η πρόσφατη αξιολόγηση των δαπανών εντόπισε δημοσιονομικό χώρο για μια μέτρια επέκταση στοχοθετημένων κοινωνικών προγραμμάτων. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων θα βελτιώσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα.

Το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους της Ελλάδας και μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών της αποτελούν πηγές χρηματοπιστωτικής αδυναμίας.

Η διαχείριση του δημοσίου χρέους ώστε να βρεθεί σε μια σταθερή καθοδική πορεία θα απαιτήσει βιώσιμες μεταρρυθμίσεις για την τόνωση του δυνητικού προϊόντος και της περαιτέρω αναδιάρθρωσης του χρέους.

Το μεγάλο ποσοστό NPLs των ελληνικών τραπεζών αυξάνει τους κινδύνους και περιορίζει τις χορηγήσεις δανείων. Η σταδιακή εξάλειψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την παράλληλη διασφάλιση επάρκειας κεφαλαιακών διαθεσίμων αποτελεί προτεραιότητα.