Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό της στη βαθμίδα BBB- με σταθερές προοπτικές από ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές.
Είναι ο τέταρτος οίκος που λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο οποίος κατατάσσει στην επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά ομόλογα, καθώς είχαν προηγηθεί ο Scope Ratings τον Αύγουστο, ο DBRS τον Σεπτέμβριο και ο S&P τον Οκτώβριο.
Ο Fitch είναι, επίσης, ο δεύτερος από τους τρεις μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, μετά τον S&P, που δίνει την επενδυτική βαθμίδα και αυτό θα επιτρέψει σε περισσότερους θεσμικούς επενδυτές να αγοράζουν τα ελληνικά ομόλογα, αυξάνοντας έτσι τις εισροές κεφαλαίων και συμβάλλοντας περαιτέρω στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και των επιχειρήσεων.
Oι βασικοί μοχλοί για την αναβάθμιση, σύμφωνα με ανακοίνωση του Fitch, είναι η ευνοϊκή δυναμική του ελληνικού χρέους, η δέσμευση στη δημοσιονομική προσαρμογή, η ανθεκτική ανάπτυξη, η συνέχεια της πολιτικής και η βελτίωση του τραπεζικού συστήματος.
Ειδικότερα, ο οίκος αναφέρει ότι αξιολογεί με μεγάλη βαρύτητα τις δημοσιονομικές προοπτικές για την αναβάθμιση της Ελλάδας.
Για το χρέος αναφέρει ότι αναμένει ο λόγος του προς το ΑΕΠ να παραμείνει σε σημαντική πτωτική τροχιά, χάρη στην ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη, την υπερεκτέλεση του προϋπολογισμού και την ευνοϊκή διάρθρωση της εξυπηρέτησης του. Αξιολογεί επίσης ως σχετικά χαμηλούς τους κινδύνους όσον αφορά τις πολιτικές, «με το πολιτικό πλαίσιο να είναι σταθερό και τη δημοσιονομική σύνεση καλά εμπεδωμένη».
«Προβλέπουμε το χρέος να μειωθεί φέτος στο 160,8% του ΑΕΠ και στο 141,2% το 2027 από 171,4% το 2022. Η προβλεπόμενη μείωση του κατά 65 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό επίπεδο του 205% στην πανδημία είναι μεταξύ των καλύτερων επιδόσεων των χωρών που αξιολογεί ο Fitch, αν και ο λόγος του χρέους εξακολουθεί να προβλέπεται ότι θα είναι τριπλάσιος από τον διάμεσο των χωρών με αξιολόγηση ΒΒΒ. Παράγοντες που το αμβλύνουν, όπως το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης, οι πολύ μεγάλες περίοδοι αποπληρωμής και ένα σημαντικό ταμειακό μαξιλάρι (περί το 16,5% του ΑΕΠ στα μέσα Νοεμβρίου) περιορίζουν τους κινδύνους στα δημόσια οικονομικά», σημειώνει.
Ο Fitch αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει υψηλή δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αναμένεται ότι θα αυξηθεί φέτος στο 1,1% του ΑΕΠ και κατά μέσο όρο στο 2,2% το 2024-2025, σύμφωνα με τις προβλέψεις του. Το έλλειμμα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο (σ.σ.: περιλαμβανομένων των τόκων) θα διαμορφωθεί στο 1,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στη διετία 2024-25, χαμηλότερα από το διάμεσο έλλειμμα των χωρών με αξιόχρεο ΒΒΒ (2,8%). Η δημοσιονομική σύνεση, προσθέτει ο οίκος, είναι εδραιωμένη στις συντηρητικές υποθέσεις για τις δαπάνες στους τελευταίους προϋπολογισμούς (και επίσης στον προϋπολογισμό του 2024), με την υπεραπόδοση των εσόδων να παρέχει δημοσιονομικό χώρο για προσωρινές δαπάνες, στις οποίες το 2023 περιλαμβάνονταν τα μέτρα για την ενεργειακή κρίση και την κλιματική αλλαγή.
«Οι Αρχές σχεδιάζουν το 2024 φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα αποφέρουν επιπρόσθετα έσοδα 600 εκατ. ευρώ για κοινωνικές δαπάνες. Σε συνδυασμό με τις προσπάθειες για τη βελτίωση της ψηφιοποίησης και τη μείωση της φοροδιαφυγής, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει τη βάση των φορολογικών εσόδων και να δώσει περαιτέρω δημοσιονομικό χώρο για πρόσθετες επενδύσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη».
Ως μεσαίας βαρύτητας παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση, ο Fitch αναφέρει την ανθεκτική ανάπτυξη, τη συνέχεια στις πολιτικές και τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος.
Ο οίκος προβλέπει τώρα ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% το 2023, μια ελαφρά προς τα πάνω αναθεώρηση σε σχέση με την προηγούμενη πρόβλεψη. Η νέα πρόβλεψη αντανακλά την καλύτερη από το αναμενόμενο επίδοση της κατανάλωσης τα τελευταία τρίμηνα και τις προσδοκίες του οίκου ότι θα συνεχισθεί η ισχυρή επενδυτική επίδοση. «Αναμένουμε η ανάπτυξη να παραμείνει σε αντίστοιχα επίπεδα (κατά μέσο όρο 2,4%) στη διετία 2024-2025, με τη βοήθεια του χαμηλότερου πληθωρισμού, της συνεχιζόμενης απορρόφησης πόρων της ΕΕ και της βελτιωμένης οικονομικής εμπιστοσύνης. Οι καθοδικοί κίνδυνοι αφορούν κυρίως εξωτερικές εξελίξεις, αν και η Ελλάδα έχει φανεί ευρύτερα ανθεκτική στην εξασθένιση της ζήτησης από βασικούς εμπορικούς εταίρους, χάρη εν μέρει στην ισχυρή επίδοση των τομέων υπηρεσιών».
Οι κίνδυνοι αναφορικά με τις πολιτικές έχουν εκλείψει μετά την καθαρή νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του Ιουνίου, η οποία της δίνει μία σαφή πλειοψηφία για να εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα τα επόμενα χρόνια, σημειώνει ο Fitch.
«Μεταρρυθμίσεις σε τομείς, όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, το κράτος δικαίου και η αγορά εργασίας, βρίσκονται καθ’ οδόν και θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη και να αντιμετωπίσουν κάποιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Η δέσμευση στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας παραμένει ισχυρή, με την Ελλάδα να κάνει σταδιακή πρόοδο σε όρους εκταμίευσης και σχεδιασμού, αν και εξακολουθούν να παραμένουν κάποιοι κίνδυνοι στην υλοποίηση».
Ο δείκτης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βελτιώθηκε σε ‘bb’ από ‘b’ μετά τις αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων βιωσιμότητας των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών τον Σεπτέμβριο του 2023 από τον Fitch. Οι αναβαθμίσεις αυτές αντανακλούσαν κυρίως τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην κερδοφορία των τραπεζών, που οδηγούν σε συσσώρευση κεφαλαίων και σε συνεχιζόμενες βελτιώσεις στην ποιότητα ενεργητικού.
Η κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα ανερχόταν στο 17,3% τον Ιούνιο, ενώ σε συνολική βάση το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε ελαφρά στο 8,6% στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 έναντι 8,7% στο τέλος του 2022 και του υψηλού 46% το 2017.
«Αναμένουμε περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα αλλά με πιο συγκρατημένο ρυθμό, με τις πωλήσεις ενεργητικού να παίζουν μικρότερο ρόλο. Η πιστωτική επέκταση συνέχισε να εξασθενεί το 2023, περιλαμβανομένων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά αναμένουμε να αποκτήσει δυναμική το 2024, εν μέρει καθώς οι παράγοντες προσαρμόζονται σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων», σημειώνει ο Fitch.