Η «απεριόριστη αύξηση του χρέους δεν είναι καλή απάντηση» στις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, δήλωσε σήμερα ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ενώπιον των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών συνδικάτων, οι οποίοι εκφράζουν φόβους για επιστροφή της λιτότητας.
«Θέλουμε να καταστήσουμε δυνατή την ανάπτυξη και τις επενδύσεις για να εξασφαλίσουμε τη μετατροπή των οικονομιών μας. Όμως η απεριόριστη αύξηση του χρέους δεν θα ήταν καλή απάντηση», δήλωσε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος.
Ο Σολτς εκφώνησε ομιλία ενώπιον του συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES), στην οποία μετέχουν γύρω στους 40 ευρωπαίους συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι συνεδριάζουν από σήμερα μέχρι και μεθαύριο, Πέμπτη, στο Βερολίνο.
Με την ευκαιρία αυτή, τα συνδικάτα εξέφρασαν τους φόβους τους για μια επιστροφή της δημοσιονομικής λιτότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπειτα από χρόνια σχεδόν απεριόριστων δαπανών για την αντιμετώπιση της Covid, της ενεργειακής κρίσης και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία.
«Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στους δημοσιονομικούς κανόνες, που ίσχυαν πριν από την κρίση», για να αντιμετωπίσουμε τις «επενδυτικές ανάγκες για μια δίκαιη οικολογική μετάβαση», δήλωσε χθες, Δευτέρα, η Έστερ Λιντς, η γενική γραμματέας της CES, σε συνέντευξή της στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Έχουμε ανάγκη μια συμφωνία για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μειώσουμε και πάλι τα σημερινά υψηλά επίπεδα χρέους» ώστε «οι πολίτες να έχουν τη βεβαιότητα πως το κράτος τους μπορεί να δρα σε καιρούς κρίσης», τόνισε από την πλευρά του ο Σολτς.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο απαιτεί από τα κράτη μέλη να έχουν δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, έχει ανασταλεί από το 2020 λόγω της Covid. Πρόκειται να τεθεί και πάλι σε εφαρμογή στο τέλος του 2023.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε στα τέλη Απριλίου έναν εκσυγχρονισμό των δημοσιονομικών κανόνων ώστε να δοθεί περισσότερη ευελιξία στα κράτη μέλη.
Όμως το σχέδιο «θα φέρει επιστροφή της λιτότητας και θα εμποδίσει τη δράση υπέρ του κλίματος», σύμφωνα με τη CES.
Η μεταρρύθμιση αυτή προς το παρόν απορρίπτεται από τα λεγόμενα «φειδωλά» κράτη, με πρώτη τη Γερμανία. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών αρνείται οποιαδήποτε «αποδυνάμωση του συμφώνου σταθερότητας», ακόμη κι αν η πρώτη οικονομία της ευρωζώνης, η οποία είναι παραδοσιακά κήρυκας της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, δαπάνησε κι αυτή τα τελευταία χρόνια χωρίς να υπολογίζει για να μετριάσει τις κρίσεις.
«Έχουμε ανάγκη από μια ρεαλιστική και υποχρεωτική συμφωνία, η οποία όμως να μην επιβαρύνει υπερβολικά τα κράτη μέλη», δήλωσε σήμερα ο καγκελάριος Σολτς αναφορικά με αυτές τις διαπραγματεύσεις.