Ανησυχούμε για τις πιέσεις που θα έχουν οι εκλογές στις ασκούμενες πολιτικές ανέφερε ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Πίτερ Ντόλμαν, με αφορμή την πρώτη έκθεση που εκπόνησε το Ταμείο για την Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης.
Μιλώντας στους Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον, το απόγευμα της Δευτέρας, ο Πίτερ Ντόλμαν ανέφερε ως παράδειγμα τη συζήτηση που διεξάγεται στο κοινοβούλιο σχετικά με τη νέα ρύθμιση που θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη.
Συνεχίζουμε να παροτρύνουμε την ελληνική κυβέρνηση να σκεφτεί (τον νόμο) πιο στοχευμένα, αλλά σε ένα έτος εκλογών υπάρχει ο πειρασμός να διευρυνθεί. Ανησυχούμε γι αυτό και ειδικότερα πώς μπορεί να επηρεάσει την ήδη αδύναμη πειθαρχία πληρωμών στην Ελλάδα. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας τομέας ανησυχίας. Αλλά όποιος και αν ηγείται της επόμενης κυβέρνησης, θα κάνουμε τις ίδιες πολιτικές συστάσεις και συζητήσεις για τους τομείς που ανέφερα προηγουμένως.
Σε ερώτηση για το πως σχολιάζετε τις διαφωνίες που εξέφρασαν οι ελληνικές Αρχές για την έκθεση ανέφερε ότι έχουν (η ελληνική κυβέρνηση) διαφορετική άποψη για την αγορά εργασίας και το έχουμε αναφέρει στην έκθεση μας. Είπε ότι ανησυχούμε για το συνδυασμό του υψηλότερου κατώτατου μισθού και της επέκτασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Και θα μπορούσα επίσης να αναφέρω την τρέχουσα μονομερή διαδικασία διαιτησίας. Θεωρούμε ότι μια προσέγγιση με περισσότερη έμφαση στη συνεργασία θα είχε νόημα. Νομίζω ότι και οι δύο πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στους αριθμούς. Σχεδιάζουμε να το κάνουμε αυτό στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων του άρθρου 4 εντός του τρέχοντος έτους, προανήγγειλε.
Σε ερώτημα για το αν υπάρχει περιθώριο μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ανέφερε ότι «η συμβουλή μας έχει επικεντρωθεί στην ενίσχυση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα έχει δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της στο πλαίσιο της ελάφρυνσης του χρέους και πιστεύω ότι όλοι πρέπει να το σεβαστούμε αυτό.
Αλλά, όπως ανέφερα νωρίτερα, πιστεύω πως υπάρχουν τρόποι που η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής και να συμβάλει σε υψηλότερη ανάπτυξη με κοινωνική ενσωμάτωση μέσω της προσαρμογής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, προχωρώντας στην διεύρυνση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2020 και κατευθύνοντας αυτούς τους πόρους σε επενδύσεις προτεραιότητας, επενδυτικές δαπάνες, κοινωνικές πολιτικές και κοινωνικά προγράμματα, αλλά και μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, τους οποίους θεωρούμε πολύ υψηλούς στην Ελλάδα».