Πρόσθετη πίεση στην προσπάθεια των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) θα ασκήσουν τα κόκκινα δάνεια που αναμένεται να δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας, εκτιμά ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε ανάλυσή του.
Ο οίκος αναφέρεται στην πρόβλεψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρα, ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξηθούν κατά 8 – 10 δισ. ευρώ μετά τη λήξη των αναστολών πληρωμής δόσεων και των μέτρων στήριξης, ενώ σημειώνει ότι τα NPEs ανέρχονταν σε περίπου 58,7 δισ. ευρώ ή στο 35,8% των συνολικών δανείων στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 έναντι περίπου 3% κατά μέσο όρο για τις τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο Moody’s εκτιμά ότι τα νέα NPEs θα πλήξουν και τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες που αξιολογεί, τα δάνεια των οποίων σε αναστολή κυμαίνονται από 3,5 δισ. ευρώ έως 5,5 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα της ποιότητας ενεργητικού, προσθέτει, θα είναι εντονότερο για την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία τον Σεπτέμβριο του 2020 είχε NPEs ύψους 15 δισ. ευρώ (pro forma), από ότι για την Eurobank, η οποία είχε εγχώρια NPEs ύψους 5,5 δισ. ευρώ την ίδια χρονική περίοδο μετά την τιτλοποίηση NPEs ύψους περίπου 6,8 δισ. ευρώ που είχε κάνει τον Μάρτιο.
Τα νέα NPEs θα έχουν συνέπειες και για την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα, σημειώνει ο Moody’s. «Και οι δύο αναμένεται να ολοκληρώσουν μεγάλες τιτλοποιήσεις NPEs στο πρώτο εξάμηνο φέτος και να μειώσουν τον όγκο αυτών των ανοιγμάτων τους σε περίπου 8,9 δισ. ευρώ για την Alpha Bank από 18,3 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 και σε περίπου 4,3 δισ. ευρώ για την Εθνική από 10,3 δισ. ευρώ, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον Moody’s, το 40% των μορατόρια αφορά σε νοικοκυριά, ενώ το υπόλοιπο 60% σε εταιρείες. Το 33% των μορατόρια αφορά τους κλάδους της φιλοξενίας και του τουρισμού, που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, ενώ το 29% αφορά το εμπόριο και τις μεταφορές και το 12% τη μεταποίηση.
Πάνω από το 80% των δανείων σε αναστολή χαρακτηρίζονταν εξυπηρετούμενα πριν την υποβολή αιτήσεων για αναστολή των δόσεων και αντιστοιχούν σε περίπου 15% του συνόλου εξυπηρετούμενων δανείων του συστήματος.