Επιβεβαιώνει την πορεία βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας ο οίκος Moody’s, όμως την ίδια στιγμή δεν φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε κάποια άμεση αναβάθμιση. Μάλιστα, επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις του θα βρίσκονται στην κατηγορία «Β» για τα επόμενα χρόνια, αν δεν υπάρξει σημαντική περαιτέρω βελτίωση στην ισχυροποίηση των θεσμών και στις οικονομικές επιδόσεις.
Η συγκεκριμένη διατύπωση είναι και γρίφος σε έναν βαθμό, καθώς από τις εννέα βαθμίδες αξιολόγησης στην κατηγορία «Β» οι τρεις υψηλότερες εντάσσονται μεταξύ των επενδυτικών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Συγκεκριμένα η Moody’s θεωρεί ότι η συνέχιση της εφαρμογής των συμπεφωνημένων με τους ευρωπαίους εταίρους, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τους θεσμούς, βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και δίνουν ώθηση στις επενδύσεις.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης -που σημειωτέον τοποθετεί την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,1% το 2019 και στο 2,5% το 2020- σημειώνει επίσης πως εάν η ελληνική κυβέρνηση κάνει αυτά που πρέπει, τότε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί πολύ πιο δραστικά σε σύγκριση με τις τρέχουσες εκτιμήσεις.
Η Moody’ s χαρακτηρίζει θετικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εστιάζει στην προσέλκυση επενδύσεων όπως και τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει μέχρι στιγμής, τονίζοντας μάλιστα ότι η απουσία επενδύσεων αποτελούσε έως σήμερα το βασικό πρόσκομμα για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης.
«Η κυβέρνηση έχει κινηθεί γρήγορα, ανακοινώνοντας τη μείωση του ΕΝΦΙΑ στα τέλη Ιουλίου καθώς και ένα σχέδιο μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις στο 24% τον επόμενο χρόνο και στο 20% το 2021. Ανακοίνωσε επίσης την πλήρη άρση των capital controls από 1ης Σεπτεμβρίου και την προσπάθεια αποπληρωμής του 1/3 των δανείων του ΔΝΤ. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα για να οριστικοποιήσει την ιδιωτικοποίηση του πρώην αερολιμένα της Αθήνας, σε ένα μεγάλο έργο ανάπτυξης με σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο», σημειώνεται στην έκθεση.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση
Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, αν η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις που δόθηκαν στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν τα θεσμικά όργανα και οδήγησαν σε βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα και ισχυρότερες επενδύσεις, διατηρώντας ταυτόχρονα σταθερά τα δημοσιονομικά.
Αυτό θα οδηγούσε σε ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα. Οι πιο γρήγορες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις της υγείας του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν επίσης να τροφοδοτήσουν μία θετική αξιολόγηση.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση
Αντίθετα, θα μπορούσε να αναπτυχθεί καθοδική πίεση στην αξιολόγηση, εάν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να παρεκκλίνει από τις δεσμεύσεις της και κινούνταν αντίστροφα όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που είχαν προηγουμένως συμφωνηθεί και νομοθετηθεί, ή εάν επανεμφανίζονταν οι εντάσεις με τους επίσημους πιστωτές, για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τη συνεχή στήριξη της ευρωζώνης προς τη χώρα.
«Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν χαμηλές εκτός και αν επιταχυνθούν σε σημαντικό βαθμό οι επενδύσεις. Για να έρθουν περισσότερες επενδύσεις απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα και θα προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα φορολογικό σύστημα πιο φιλικό προς την ανάπτυξη, χωρίς να γίνονται εκπτώσεις στη δημοσιονομική πειθαρχία», προστίθεται.