«Η ρευστότητα των Ελληνικών Τραπεζών μπορεί να βελτιώθηκε, τα σχέδια για τον περιορισμό των κόκκινων δανείων να υλοποιούνται σταδιακά, μπορεί ακόμη ορισμένες Ελληνικές τράπεζες να παρουσίασαν μια μικρή και πολύ εύθραυστη κερδοφορία, κανείς όμως δεν αμφισβητεί πως το πιστωτικό σύστημα της χώρας παραμένει ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης.

Οι Ελληνικές τράπεζες προσπαθούν χρόνια τώρα να συνέλθουν από μια κρίση, την οποία γνωρίζουμε ότι δεν δημιούργησαν αλλά αναγκάζονται να ανακυκλώνουν, επιχειρώντας επί μία δεκαετία την έξοδο απ’ αυτήν, η οποία δυστυχώς δεν έρχεται, κοστίζοντας στην οικονομία ολοένα και περισσότερο», επισήμανε ο Μιχάλης Σάλλας, προέδρος της Lyktos Group, σε ημερίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου με θέμα: «Ελληνικές τράπεζες: Πυλώνας ανάπτυξης ή μεγάλος ασθενής;».

Μιλώντας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του πιστωτικού συστήματος ο κ. Σάλλας τόνισε ότι μπορεί να μειώνονται σταδιακά, παραμένουν όμως αυξημένα, και ανέρχονταν σε 81,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018 σε σύγκριση με το ανώτατο επίπεδο των 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016.

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διατήρησαν 12 φορές υψηλότερο λόγο NPLs προς το συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιό τους, από το μέσο όρο της Ε.Ε (41,2% έναντι 3,2%). Συνεπώς, επισήμανε, παρά τη βελτίωση, ίσως δεν έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν και απαιτούνται άμεσες λύσεις.

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται στις προτάσεις του ΤΧΣ και της Τράπεζας της Ελλάδος που αξιολογούνται σε ότι αφορά τα κόκκινα δάνεια από την DG Comp. Θέτει δε ως προϋπόθεση τη μη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.

Οι προτάσεις αυτές, ανέφερε ο κ. Σάλλας, ήρθαν αρκετά αργά και συναντούν σημαντικές δυσκολίες στην υλοποίησή τους. Σε ότι αφορά το ΤΧΣ δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί η τιμή των εγγυήσεων. Σε ότι αφορά την πρόταση της ΤτΕ θεωρείται υπερβολικά κοστοβόρα, επιβαρύνουσα τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης.

Πολλά χρόνια πριν, όταν το πρόβλημα έδειχνε τα δόντια του, ανέφερε ο Μιχάλης Σάλλας, είχαμε μιλήσει για την δημιουργία μιας «Bad Bank», ενός δηλ. ειδικού φορέα για τη διαχείριση των επιχειρηματικών δανείων που ήταν «σε εμπλοκή».

Στην περίπτωση της δημιουργίας μιας «Bad Bank», όπως αναφέρω σε άρθρο μου, αυτή θα μπορούσε να συγκεντρώσει όλα τα καταγγελμένα δάνεια σε μια ενιαία πλατφόρμα, έχοντας τη δυνατότητα να τα ξεκαθαρίσει πολύ πιο γρήγορα, πολύ πιο αποτελεσματικά και με μικρότερο κόστος. Η εκκαθάριση του προβληματικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών θα είχε γίνει πολύ νωρίτερα και με μικρότερο κεφαλαιακό κόστος. Η λύση αυτή εφαρμόστηκε σε άλλες χώρες με επιτυχία. Τώρα συζητάται πια η εφαρμογή της και σε εμάς.

Μόνον που χάθηκε εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στις συζητήσεις. Προτάσεις για τα κόκκινα στεγαστικά όπως αυτή του «sales and lease back» που θα προσέφεραν προστασία στις τράπεζες και κοινωνική αλληλεγγύη, κυρίως προς αυτούς που υπέστησαν βαριές συνέπειες από τη βαθιά και παρατεταμένη κρίση, δεν συζητήθηκαν καν, λόγω μιας αντίληψης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και τιμωρητική σε ορισμένες περιπτώσεις σε ότι αφορά τη μνημονιακή μας περίοδο, επισήμανε ο κ. Σάλλας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια της κρίσης το εθνικό προϊόν μειώθηκε κατά 30%, ενώ χάθηκαν από τις τράπεζες 120 δισ. ευρώ καταθέσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες δίνουν μάχη για να κρατηθούν σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, κυρίως επιστήμονες, μετανάστευσαν για να «χτίσουν» το μέλλον τους.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όφειλαν τράπεζες, επαγγελματικές οργανώσεις, Πολιτεία και εποπτικές αρχές, νηφάλια να βρουν λύσεις για τα κόκκινα δάνεια με γνώμονα την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη δημιουργία θετικότερου κλίματος στην αγορά, χωρίς ατελέσφορες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Δυστυχώς όμως πολλές φορές οι αρμόδιες αρχές, είτε λόγω μη κατανόησης του προβλήματος, είτε λόγω άγνοιας της λειτουργίας της αγοράς, είτε ακόμα εξ’ αιτίας λανθασμένων επιλογών της τροίκα, οδήγησαν στη δυσμενή αυτή κατάσταση. Αυτό ασφαλώς δεν απαλλάσσει τις ίδιες τις τράπεζες από την ευθύνη που τους αναλογεί, πρόσθεσε.

Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι λάθη όπως π.χ. του IMF, που οι ίδιοι άλλωστε έχουν αναγνωρίσει, προκάλεσαν ζημία στην χώρα, μεγαλύτερη από την στήριξη του δανείου που έδωσαν (γύρω στα 25 δισ.). Το αποτέλεσμα ήταν να οξυνθούν τα προβλήματα αθέτησης των υποχρεώσεων στο τραπεζικό σύστημα.

Σταδιακά οι καταθέσεις δείχνουν να επιστρέφουν και διαμορφώνονται στα 150 δισ. ευρώ, πολύ πιο κάτω ασφαλώς από τα προ κρίσης επίπεδα. ‘Αλλωστε, είμαστε όλοι αρκετά φτωχότεροι από εκείνα τα επίπεδα, ανέφερε.

Ο κ. Σάλλας έκανε εκτενή αναφορά και ένα άλλο θέμα: ενώ αυτά συμβαίνουν στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δίπλα του αναπτύσσεται ένα νέο ηλεκτρονικό βασίλειο πληρωμών και συναλλαγών, με πολύ λιγότερη γραφειοκρατία, ταχύτερους χρόνους διεκπεραίωσης και προφανώς χαμηλό κόστος.

Η γρήγορη ανάπτυξη της τεχνολογίας και η εφαρμογή της στην τραπεζική αγορά θα μεταβάλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τραπεζικά προϊόντα προωθούνται και πωλούνται δημιουργώντας μια ανακατανομή στην πελατεία του τραπεζικού συστήματος, είπε, παρουσιάζοντας με στοιχεία τα νέα δεδομένα.

Είναι σαφές λοιπόν ότι το στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι διπλό: από τη μία πλευρά πρέπει να εξυγιανθούν και να ενισχυθούν και από την άλλη να εναρμονισθούν με μεγάλη ταχύτητα στα δεδομένα της νέας εποχής. Μεγάλη η πρόκληση και δύσκολος ο συνδυασμός. Απαιτούνται όραμα και ειδικές δεξιότητες τις οποίες οι μέτοχοι των τραπεζών θα πρέπει προσεκτικά να αναζητήσουν σε αυτούς που τις διοικούν. Χωρίς τράπεζες η οικονομία μας δεν θα τα καταφέρει.

Η ανάπτυξη δεν είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Απαραίτητη προϋπόθεση για το επόμενο βήμα του τόπου είναι ένα σοβαρό επενδυτικό κλίμα και ένα τραπεζικό σύστημα που μπορεί να στηρίξει την αγορά.

Άρα, ο μοναδικός δρόμος που έχουν μπροστά τους οι τράπεζες είναι να λειτουργήσουν βάσει των νέων συνθηκών, με όποιες δυνάμεις διαθέτουν και κάτω από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Είναι περιττό υποθέτω να μιλήσω για το αυτονόητο:

Αν ο δρόμος για το πιστωτικό σύστημα της χώρας δεν είναι τεχνολογικά σύγχρονος και αναπτυξιακός, θα είναι παρακμιακός και σε αυτήν την παρακμή οι τράπεζες θα παρασύρουν ολόκληρο το οικοδόμημα, την εθνική οικονομία, είπε ο Μιχάλης Σάλλας.