Η Γερμανία ενθαρρύνει την Ελλάδα να συνεχίσει στην ίδια τροχιά, όσον αφορά την οικονομία της, υπογράμμισε ο υπουργός 0ικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σε διαδικτυακή συνέντευξη που παραχώρησε ο Κ. Λίντνερ σε ευρωπαϊκά πρακτορεία ειδήσεων του European Newsroom (στις 08/06/2023), ρωτήθηκε αν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε επάξια να λάβει την επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023. Ο Κ. Λίντνερ απάντησε ότι δεν μπορεί να σχολιάσει τις αποφάσεις που πρέπει να λάβουν οι οίκοι αξιολόγησης, ωστόσο σημείωσε: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι εκτιμώ πραγματικά τις προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα.
Υποστηρίξαμε την ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Αλλάξαμε κάποιες διμερείς συμφωνίες για να επιτρέψουμε στην Ελλάδα να βελτιώσει ταχύτερα την οικονομική κατάσταση. Οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα εκτιμώνται πολύ από τη γερμανική κυβέρνηση και ενθαρρύνουμε την ελληνική κυβέρνηση και άλλους να συνεχίσουν έτσι».
Σχετικά με τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, ο Κ. Λίντνερ ρωτήθηκε εάν θεωρεί εφικτή την εξαίρεση ή την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των αμυντικών δαπανών, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να ενισχυθεί η ικανότητα ασφάλειας της Ευρώπης, λόγω της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία.
Ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας εξέφρασε τη δυσπιστία του για τέτοιου είδους εξαιρέσεις από τους δημοσιονομικούς κανόνες, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι οι επενδύσεις στην άμυνα αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τους εθνικούς προϋπολογισμούς. «Ασφαλώς, πρέπει να βελτιώσουμε τις δυνατότητές μας για την ασφάλεια στην Ευρώπη.
Η γεωπολιτική κατάσταση έχει σίγουρα αλλάξει εντελώς», ανέφερε χαρακτηριστικά, αλλά πρόσθεσε: «Δεν είμαι ακόμη πεπεισμένος ότι χρειαζόμαστε εξαιρέσεις από τους δημοσιονομικούς κανόνες για τις αμυντικές δαπάνες».
Όπως εξήγησε, είναι σκεπτικός γιατί οι κεφαλαιαγορές δε νοιάζονται για τα κίνητρα αύξησης του χρέους. «Για τις κεφαλαιαγορές, το χρέος είναι χρέος και το πολύ υψηλό χρέος οδηγεί σε αστάθεια. Είναι πιθανό να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό και να μειώσει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μας». Αναφερόμενος στη χώρα του, τόνισε ότι τώρα ενισχύονται οι ένοπλες δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundeswehr) με στόχο τα επόμενα χρόνια να χρηματοδοτηθούν με 2% του ΑΕΠ από τον προϋπολογισμό.
Ερωτηθείς αν η Γερμανία παραμένει σταθερή στο αίτημά της για ετήσια μείωση του χρέους κατά 1% του ΑΕΠ για τις υπερχρεωμένες χώρες, ή αν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης, ο Κ. Λίντνερ απάντησε ότι η Γερμανία ανησυχεί ότι οι υψηλότεροι δείκτες χρέους και τα υψηλότερα ετήσια ελλείμματα, είναι πιθανό να αποδυναμώσουν την ενιαία αγορά και το ευρώ στο μέλλον.
«Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν είναι ακόμη η ζώνη προσγείωσης και πρέπει να βελτιωθεί, διότι μέχρι στιγμής δεν είναι εγγυημένο ότι θα δούμε μείωση του χρέους και των επιπέδων του ελλείμματος με ρεαλιστικό και αξιόπιστο τρόπο», ανέφερε και πρόσθεσε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γερμανία κατέθεσε πρόταση για ποσοτικούς στόχους.
«Χρειαζόμαστε μια εγγύηση ότι θα υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο μείωσης του χρέους ετησίως και το 1% του ΑΕΠ δεν είναι υπερβολικά φιλόδοξο σε κανονικές εποχές», τόνισε. Σημείωσε, πάντως, ότι «η Γερμανία είναι ανοιχτή στην ιδέα μιας γενικής ρήτρας διαφυγής, για εξαιρετικές περιστάσεις».
«Είμαι πεπεισμένος ότι θα καταλήξουμε σε συμφωνία», ανέφερε στη συνέχεια, υπενθυμίζοντας ότι η Γερμανία συζητά εποικοδομητικά, με παράδειγμα την παραίτησή της από τον κανόνα μείωσης του χρέους κατά 1/20 ετησίως. «Χρειαζόμαστε τολμηρές αποφάσεις για τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Αυτό σημαίνει ότι μεταρρυθμίζουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για να έχουμε ένα καλύτερο εργαλείο για τη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους με ρεαλιστικό και αξιόπιστο τρόπο», είπε. Τόνισε, επίσης, ότι η Γερμανία δεν είναι απομονωμένη στη διαπραγμάτευση αυτή κι’ ότι πολλά κράτη μέλη συμμερίζονται τις απόψεις της σχετικά με τη σημασία της διατήρησης της σταθερότητας και της αξιοπιστίας των δημοσιονομικών κανόνων. Από την άλλη, υπάρχουν άλλα κράτη-μέλη που έχουν διαφορετικές ανησυχίες, πρόσθεσε, γι’ αυτό χρειάζεται περαιτέρω διαπραγμάτευση.
«Ναι, είναι δυνατόν να επιτευχθεί συναίνεση φέτος. Η Γερμανία είναι έτοιμη να καταβάλει προσπάθειες για αυτόν τον στόχο», ανέφερε ο Κ. Λίντνερ, αλλά ακόμη και σε περίπτωση που οι χώρες δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συναίνεση φέτος, τόνισε ότι έχουμε ένα υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο θα πρέπει να αποδεχτούμε και να σεβαστούμε μέχρι να θεσπιστούν νέοι κανόνες. Σημείωσε ότι η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων είναι ένα περίπλοκο έργο – πολιτικά, τεχνικά, οικονομικά και νομικά:
«Πρέπει να διατηρήσουμε υψηλό επίπεδο επενδύσεων του δημόσιου τομέα από τη μία πλευρά και από την άλλη, δεν υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική λύση από τη μείωση των ελλειμμάτων και των δεικτών χρέους».
Τόνισε ότι η Γερμανία θέλει να επιτύχει συναίνεση φέτος και «είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε νύχτες, ημέρες, Σαββατοκύριακα και αργίες, αν χρειαστεί» και πρόσθεσε: «Κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να επιτρέψουμε μια συναίνεση φέτος. Αλλά πρέπει να είναι η καλύτερη λύση και όχι η πιο γρήγορη».
Επιπλέον, ο Κ. Λίντνερ τόνισε ότι όλοι οι ομόλογοί του στην ευρωζώνη είναι «σθεναρά αφοσιωμένοι στην καταπολέμηση του πληθωρισμού» και αυτό απαιτεί αλλαγή στις δημοσιονομικές πολιτικές. «Η επέκταση των δαπανών μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, πρέπει να τερματιστεί.
Η πιο σοβαρή απειλή για την οικονομική μας ανάπτυξη αυτή τη στιγμή είναι ο πληθωρισμός», ανέφερε. Πρόσθεσε, πάντως, ότι φυσικά υπάρχει ανάγκη για πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά η προτεραιότητα αυτή τη στιγμή πρέπει να είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Κληθείς να σχολιάσει αν τα υψηλά επιτόκια στην Ευρώπη αποτελούν εμπόδιο για τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας ανέφερε τα εξής: «Τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού αποτελούν εμπόδιο για τους εθνικούς μας προϋπολογισμούς και για τα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ.
Γι’ αυτό έχουμε την ευθύνη να μειώσουμε τον πληθωρισμό όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αν, για παράδειγμα, αντισταθμίσουμε τη νομισματική πολιτική με τις δημοσιονομικές μας πολιτικές με υψηλότερες δαπάνες, τότε η διαδικασία καταπολέμησης του πληθωρισμού θα διαρκούσε περισσότερο και θα έβλαπτε βαθύτερα τις οικονομίες μας.
Υπάρχει ένταση στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά μέσα λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των υψηλότερων περιθωρίων των ομολόγων της ΕΕ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν χρειαζόμαστε περαιτέρω κοινά ευρωπαϊκά ομόλογα, επειδή το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μεταξύ των ευρωπαϊκών ομολόγων, των κοινών ομολόγων και των εθνικών ομολόγων μειώνεται».
Ο Κ. Λίντνερ υποστήριξε, ακόμα, ότι δεν χρειαζόμαστε περαιτέρω χρηματοδοτικά μέσα σε συνέχεια του Ταμείου Ανάκαμψης (NextGeneration EU), λέγοντας ότι «η ικανότητα απορρόφησης της κοινής χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι περιορισμένη σε ορισμένα κράτη μέλη και επομένως δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο».
Τέλος, σχετικά με το νόμο στις ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act) και αν η οικονομία της Ευρώπης χρειάζεται παρόμοια στήριξη, όπως ακριβώς το Βερολίνο έπραξε με το σχέδιο στήριξης μαμούθ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ο Κ. Λίντνερ «έδειξε» το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο χρηματοδοτείται με πάνω από 800 δισ. ευρώ.
Αντίθετα, είπε, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού των ΗΠΑ ανέρχεται σε περίπου 370 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα, είπε δεν είναι το επίπεδο των επιδοτήσεων, αλλά η ανταγωνιστικότητα.
«Νομίζω ότι είμαστε λιγότερο ανταγωνιστικοί από τις ΗΠΑ λόγω των κεφαλαιαγορών μας. Πρέπει να αποφύγουμε έναν αγώνα επιδοτήσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, πρέπει να σημειώσουμε περαιτέρω πρόοδο με την ένωση κεφαλαιαγοράς για να κινητοποιήσουμε περισσότερη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα για τις μεταβατικές επενδυτικές μας ανάγκες. Νομίζω ότι οι επενδύσεις του δημόσιου τομέα είναι αρκετά εντυπωσιακές ακόμη και σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι η ενιαία αγορά μας είναι μικρότερη από αυτή των ΗΠΑ», ανέφερε ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας.
Συνέχισε, λέγοντας ότι το πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να είναι πιο αποτελεσματικό και πιο ευέλικτο. «Πρέπει να είμαστε πιο γρήγοροι για να βρούμε δικαιώματα για έργα που θέλουμε να χρηματοδοτήσουμε με χρήματα του δημόσιου τομέα. Αλλά δεν χρειάζεται να συγκεντρώσουμε περισσότερη δημόσια χρηματοδότηση, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα υπάρχοντα κονδύλια με καλύτερο τρόπο».
Σχετικά με το γερμανικό σχέδιο στήριξης “Doppelwumms”, ο Κ. Λίντνερ ανέφερε ότι δεν πρέπει να συγκριθεί με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού. «Πρώτον, χρηματοδοτούμε τις διακοπές μας για την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και ορισμένες περιπτώσεις κακουχιών από αυτήν την προστατευτική ασπίδα. Δεύτερον, δεν θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ. Η προσδοκία μου είναι ότι πολύ λιγότερο από το ήμισυ του προϋπολογισμού θα χρειαστεί μέχρι τον Απρίλιο του 2024».