Πτώση του τζίρου κατά 67% σε μέσο όρο προβλέπουν οι ξενοδόχοι, ενώ 6,4% των ξενοδοχείων έχει αποφασίσει να μην ανοίξει φέτος. Επιπλέον και στο πλαίσιο του δύσκολου περιβάλλοντος που διανύουμε οι χρηματοδοτικές ανάγκες των ξενοδοχείων υπολογίζονται στα 1,66 δισ. ευρώ.
Τα προαναφερθέντα συμπεράσματα προκύπτουν από τον 4ο κύκλο της έρευνας του ΙΤΕΠ «Covid-19 και Ελληνική Ξενοδοχία» που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος κατά το διάστημα από 30 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου 2020, σε δείγμα 1.941 ξενοδοχείων εκ του συνόλου των 9.999 μελών του Επιμελητηρίου (ήτοι το 19,4% του συνολικού αριθμού των ξενοδοχείων της χώρας).
Τα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται από τα ευρήματα του 4ου κύκλου της έρευνας συνοψίζονται ως ακολούθως:
1. Τα ξενοδοχεία που έχουν ήδη ανοίξει ή πρόκειται να ανοίξουν μέχρι τον Αύγουστο φτάνουν στο 84% του συνόλου τους. Σε ποσοστό 9% δεν έχουν αποφασίσει πότε θα ανοίξουν ακόμη, ενώ σε ποσοστό 6,4% έχουν αποφασίσει να μην ανοίξουν φέτος.
Ειδικότερα, τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία που έχουν ήδη ανοίξει ή πρόκειται να ανοίξουν μέχρι και τον Αύγουστο ανέρχονται σε ποσοστό 90,7% του συνόλου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα εποχικής λειτουργίας φτάνει το 80,5%.
Υπογραμμίζεται ότι οι κυριότεροι λόγοι που καταγράφονται για το μη άνοιγμα ορισμένων ξενοδοχείων φέτος επιμερίζονται στην έλλειψη ζήτησης και στην έλλειψη ρευστότητας.
2. Οι ξενοδόχοι ανοίγουν τις επιχειρήσεις τους με πλήρη συναίσθηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Συγκεκριμένα, διαβλέπουν πτώση του τζίρου κατά μ.ο. 67% (από τα 8,4 δισ. ευρώ το 2019 στα 2,8 δισ. ευρώ το 2020, συνολική απώλεια 5,6 δισ.) και κάμψη της απασχόλησης κατά 35% (από 186.574 εργαζόμενους το 2019 στους 120.979 εργαζόμενους το 2020).
Αναλυτικότερα, το 96,9% των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας βλέπει πτώση του τζίρου κατά μ.ο. 65,5%, ενώ για το 98% των ξενοδοχείων εποχικής λειτουργίας η αντίστοιχη πτώση προβλέπεται κατά μ.ο. στο 73%.
Υπενθυμίζεται πως -για την καλύτερη παρακολούθηση της εξέλιξης των μεγεθών- στον 2ο κύκλο της έρευνας (Απρίλιος 2020), το 95% των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας έβλεπε ποσοστιαία μείωση του τζίρου κατά μ.ο. 56,3% και αντίστοιχα το 94,2% των ξενοδοχείων εποχικής λειτουργίας ανέμενε μείωση του τζίρου κατά μ.ο. 56,1% ήτοι συνολική απώλεια τζίρου 4,5 δισ. ευρώ.
Ακόμη επιπλέον των προβλεπόμενων απωλειών έχουν ήδη δημιουργηθεί για τα ξενοδοχεία υποχρεώσεις που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητά τους, όπως προκύπτει από την έρευνα. Συγκεκριμένα, έχουν ήδη επιστρέψει σε tour operators, travel agents και πελάτες 161.351.954 ευρώ, έχουν ήδη εκδώσει vouchers συνολικής αξίας 89.968.317 ευρώ και παραμένουν σε εκκρεμότητα επιστροφές που φτάνουν τα 143.250.937 ευρώ. Το αθροιζόμενο ποσό μόνο για τις υποχρεώσεις αυτής της κατηγορίας φτάνει τα 394.571.208 ευρώ.
3. Σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες των ξενοδοχείων διαμορφώνονται στα 1,66 δισ. ευρώ. Έχουν υποβληθεί αιτήσεις σε προγράμματα και χρηματοδοτικά εργαλεία συνολικού ύψους 1,576 δισ. ευρώ, με τις εγκρίσεις να ανέρχονται στα 743 εκατ. ευρώ. Από το ποσό αυτό εκτιμάται ότι έχουν εκταμιευτεί μέχρι 10 Ιουλίου 2020 μόλις 77 εκατ. ευρώ.
Αναφερόμενος στα ευρήματα του 4ου κύκλου της έρευνας του ΙΤΕΠ «Covid -19 και Ελληνική Ξενοδοχία», ο πρόεδρος του ΞΕΕ κ. Αλέξανδρος Βασιλικός έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Οι ξενοδόχοι ανοίγουν τις επιχειρήσεις τους και κάνουν το χρέος τους απέναντι στους εργαζομένους τους, την εθνική οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες που στηρίζονται στον τουρισμό. Είναι όμως σαφές πως η μάχη αυτή δίνεται σε πολύ αντίξοες συνθήκες, με τη χαμηλή ζήτηση και την έλλειψη ρευστότητας να αποτελούν τροχοπέδη για τα αποτελέσματα των ξενοδοχείων. Μόνος στόχος είναι να διασώσουμε ό,τι μπορεί διασωθεί, καθώς γνωρίζουμε πια όλοι ότι είναι μια χρονιά μεγάλων απωλειών.
»Γι΄ αυτό επανειλημμένα το ΞΕΕ, από την αρχή αυτής της μεγάλης περιπέτειας, έχει τονίσει πως το μεγάλο και κρίσιμο ζητούμενο για τα ξενοδοχεία είναι η ρευστότητα. Οι πόροι από τα προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν εξαγγελθεί, δεν έχουν φτάσει ακόμη στα ξενοδοχεία. Η έρευνά μας, πιστοποιεί την αδήριτη ανάγκη για επιτάχυνση και απλούστευση των σχετικών διαδικασιών».