«Ηχηρή» κριτική ασκεί η Goldman Sachs στους δασμούς που ανακοίνωσε (αλλά δεν έχει ακόμη υπογράψει) ο Ντόναλντ Τραμπ στο χάλυβα και το αλουμίνιο, επισημαίνοντας ότι διακινδυνεύουν να καταστρέψουν τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αυξάνοντας το κόστος λόγω των ανοδικών πιέσεων στις τιμές, χτυπώντας περισσότερο τους συμμάχους των ΗΠΑ παρά άλλες χώρες, και δημιουργούν μια παγκόσμια αγορά δύο ταχυτήτων.
«Οι δασμοί στις εισαγωγές καθιστούν τις ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικές αυξάνοντας τις τιμές των πρώτων υλών», όπως τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα.
«Με την επιβολή γενικών δασμών σε όλες τις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, οι μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις είναι στον Καναδά, το Μεξικό και την ΕΕ, και μειώνουν – ειρωνικά – τον οικονομικό αντίκτυπο στην Κίνα και τη Ρωσία», συμπληρώνει η τράπεζα υπονοώντας ότι ουσιαστικά αυτό που κάνει ο Τραμπ είναι προς όφελος της Κίνας και της Ρωσίας.
Εάν οι ανακοινωθέντες δασμοί είχαν ως αποκλειστικό στόχο τους μη συμμάχους των ΗΠΑ που αντιπροσωπεύουν το 47% των εισαγωγών χάλυβα και το 21% των εισαγωγών αλουμινίου, οι τιμές των μετάλλων στις ΗΠΑ θα αυξάνονταν αλλά με πολύ μέτριους ρυθμούς, σημειώνει η G.S.
Όπως επισημαίνει, «ο αμερικανός πρόεδρος πιθανώς δημιουργεί μια αγορά μετάλλων δύο ταχυτήτων. Από οικονομική άποψη, μια αγορά δύο ταχυτήτων είναι καταστροφική τελικά για τις κατάντη βιομηχανίες των Η.Π.Α. που καταναλώνουν αυτά τα μέταλλα, καθώς δημιουργεί ένα άνισο πεδίο ανταγωνισμού αφού θα βρεθούν αντιμέτωπες με υψηλότερες τιμές μετάλλων».
Σύμφωνα με την Goldman η κίνηση των ΗΠΑ – η οποία επικαλείται το άρθρο 232 του νόμου του 1962 για την επέκταση του εμπορίου – ενδέχεται να προσθέσει πληθωριστικές πιέσεις την στιγμή που η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια.
«Οι δασμοί ενισχύουν την πληθωριστική πίεση η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη σε παγκόσμιο επίπεδο».
Η Goldman σημειώνει ότι η Κίνα – που θεωρείται ως ο κύριος στόχος των προστατευτικών πολιτικών του Τραμπ- θα μπορούσε εύκολα να επιβάλει δασμούς στην σόγια των ΗΠΑ, που σε μέσο όρο αποτελούν το 50% των αμερικανικών γεωργικών εξαγωγών προς την Κίνα τα τελευταία πέντε χρόνια και για τις οποίες η ασιατική χώρα είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά.