Την ανάγκη αύξησης του ακατάσχετου ορίου στους δηλωμένους επαγγελματικούς λογαριασμούς επισημαίνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Βασίλης Κορκίδης σε κείμενο που τιτλοφορεί “Το κόστος των επιχειρήσεων από τις τραπεζικές προμήθειες για τις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα μέσω POS.
Όπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης: «αδιαμφισβήτητα, η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι σημαντική, υπάρχουν όμως περιθώρια για περαιτέρω υποχώρηση των τραπεζικών χρεώσεων. Κι αυτό γιατί η ευρεία χρήση πλαστικού χρήματος έχει τονώσει τόσο τον αριθμό όσο και την αξία των συναλλαγών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων των τραπεζών. Συνεπώς και προκειμένου να δοθεί ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο στους επιτηδευματίες, οι τραπεζικές χρεώσεις θα πρέπει να μειώνονται περαιτέρω, όταν καταγράφεται αύξηση των καταγεγραμμένων, μέσω POS, πωλήσεων/τζίρων.»
Τέλος σημειώνει ότι ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στην επιλογή παρόχων πληρωμών και μηχανημάτων POS.
Αναλυτικά γράφει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ:
Το κόστος των επιχειρήσεων από τις τραπεζικές προμήθειες για τις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα μέσω POS
Ως γνωστό τον Απρίλιο του 2015 εκδόθηκε ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη μείωση του κόστους των διατραπεζικών συναλλαγών, σύμφωνα με τον οποίο ορίζονται ως ανώτατα επίπεδα χρέωσης για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστά 0,3% και 0,2% αντίστοιχα, που οδήγησε μεν σε μείωση των επιβαρύνσεων, όχι όμως στον απαιτούμενο βαθμό. Παρόλο το γεγονός πως με την εν λόγω Οδηγία δόθηκε η εντύπωση πως οι προμήθειες που θα πληρώνει ο καταστηματάρχης για να αποδέχεται συναλλαγές καρτών δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 0,2% και το 0,3% του ποσού της συναλλαγής, το συγκεκριμένο συμπέρασμα είναι λανθασμένο. Τα ανωτέρω ποσοστά αφορούν αποκλειστικά και μόνο στο κόστος διατραπεζικής προμήθειας που αποδίδει η τράπεζα του εμπόρου (εγχώριες τράπεζες) στην τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα (VISA/Mastercard – interchange fee – IRF -).
Τα παραπάνω ποσοστά (0,3% και 0,2%) – τα οποία ισχύουν από 9 Δεκεμβρίου 2015 – ρυθμίζουν την προμήθεια μεταξύ διαφορετικών τραπεζών (έκδοσης και αποδοχής της κάρτας πληρωμών) και δεν αφορούν στην τιμολόγηση της κάθε τράπεζας προς τους πελάτες της (κατόχους ή/και αποδέκτες καρτών), η οποία και διαμορφώνεται με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Ως εκ τούτου, η Κοινοτική Οδηγία 2015/751 δεν μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην τιμολογιακή πολιτική των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού.
Πλέον και μετά την έλευση 3 ετών από την εφαρμογή των Capital Controls, οι μεσοσταθμικές τραπεζικές χρεώσεις για τη χρήση τερματικών POS από επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες, κυμαίνονται στα επίπεδα του 0,6% – 0,8%. Πρέπει όμως να τονιστεί το γεγονός πως οι εγχώριες τράπεζες συμπεριλαμβάνουν στα συγκεκριμένα ποσοστά επιβαρύνσεων και το μερίδιο που υποχρεούνται να αποδώσουν στην εκδότρια τράπεζα, δηλ. την VISA/Mastercard και υπολογίζονται όπως αναφέρθηκε παραπάνω στο 0,2% για χρεωστικές και 0,3% για πιστωτικές κάρτες αντίστοιχα.
Παράλληλα, πέραν των τραπεζικών προμηθειών, το κόστος προμήθειας POS αποτελεί ακόμη μία επιβαρυντική παράμετρο για τους εμπόρους/ελεύθερους επαγγελματίες. Εναλλακτικά, δίνεται η δυνατότητα είτε αγοράς είτε μηνιαίας μίσθωσης των τερματικών, με το κόστος για τη μεν πρώτη περίπτωση να κυμαίνεται μεταξύ 220 – 230 Euro για τα ασύρματα POS, ενώ για τα ενσύρματα τα ποσά εκτιμώνται στα 120 – 130 Euro. Σε περίπτωση μίσθωσης του τερματικού, το μηνιαίο αντίτιμο υπολογίζεται στα περίπου 5 – 6 Euro, αναλόγως βεβαίως της διάρκεια αλλά και των όρων της σύμβασης που έχει υπογραφεί με το τραπεζικό ίδρυμα.
Αδιαμφισβήτητα, η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι σημαντική, υπάρχουν όμως περιθώρια για περαιτέρω υποχώρηση των τραπεζικών χρεώσεων. Κι αυτό γιατί η ευρεία χρήση πλαστικού χρήματος έχει τονώσει τόσο τον αριθμό όσο και την αξία των συναλλαγών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων των τραπεζών. Συνεπώς και προκειμένου να δοθεί ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο στους επιτηδευματίες, οι τραπεζικές χρεώσεις θα πρέπει να μειώνονται περαιτέρω, όταν καταγράφεται αύξηση των καταγεγραμμένων, μέσω POS, πωλήσεων/τζίρων.
Με βάση μάλιστα τη διαμόρφωση του περυσινού τζίρου μέσω «πλαστικού» χρήματος στα επίπεδα των περίπου 27 δις ευρώ και δεδομένου πως η μεσοσταθμική τραπεζική χρέωση για τις συναλλαγές μέσω POS ανέρχεται στο 0,7%, το κόστος της χρήσης καρτών για τις επιχειρήσεις/ελεύθερους επαγγελματίες υπολογίζεται ετησίως κοντά στα 190 εκ. ευρώ και θα αυξάνεται συνεχώς.
Το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ αναφορικά με το κόστος των καρτών, διατυπώνει τρεις παρατηρήσεις:
1) Τα 27 δις ευρώ για το 2017 περιλαμβάνουν και τις συναλλαγές των τουριστών – χωρίς αυτές ο εγχώριος τζίρος του 2017 ήταν 23,5 δις ευρώ, τζίρος που εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 27 δις για το 2018. Το πρόβλημα είναι πως οι κάρτες των τουριστών δεν έχουν εκδοθεί από ελληνικές τράπεζες, με συνέπεια η μέση χρέωση 0,7% επί κάθε συναλλαγής να διαφοροποιείται και να μην προκύπτει ως γενικός μέσος όρος,
2) Η μεσοσταθμική χρέωση 0,7% ισχύει στη διάρκεια του 2018 (τελευταίο τρίμηνο – εξάμηνο), με την αντίστοιχη χρέωση για το 2017 να κυμαίνονταν σε σαφώς μεγαλύτερα επίπεδα (περίπου 1%),
3) Το κόστος για τις επιχειρήσεις δεν είναι σταθερό κάθε έτος, γιατί οι 2 συνιστώσες του – τζίρος και μέση τραπεζική προμήθεια – είναι δυναμικά μεγέθη και μεταβάλλονται κάθε χρόνο).
Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στην επιλογή παρόχων πληρωμών και μηχανημάτων POS. Αναλυτικότερα, η αγορά/επιλογή των τερματικών θα πρέπει να γίνεται από εγχώριους παρόχους, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος επιτήδειων και καλοθελητών, οι οποίοι δελεάζουν αρκετούς επιτηδευματίες να απευθυνθούν σε εκτός της χώρας πιστωτικά ιδρύματα για την εκκαθάριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών τους συνδεδεμένα POS με τράπεζες της γείτονος αλλοδαπής. Σε κάθε περίπτωση οι επιτηδευματίες πρέπει αφενός να διαπραγματεύονται επίμονα και αφετέρου να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στους όρους που έχουν συμφωνήσει με το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα, αναφορικά με την υποχρέωση των τελευταίων να εγγυώνται τη σωστή λειτουργία των τερματικών, προσφέροντας τις απαραίτητες υλικοτεχνικές υπηρεσίες τους.
Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και για τα δύο, ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής. Στην παραπάνω περίπτωση εμπίπτει και η «VIVA Wallet», η οποία αποτελεί επισήμως αδειοδοτημένο Ίδρυμα Ηλεκτρονικού Χρήματος για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και λογαριασμών IBAN σε 5 χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Βέλγιο, Ρουμανία, Μ. Βρετανία), ενώ έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία «passporting» της άδειάς της στις υπόλοιπες 29 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Η εταιρεία αποτελεί Principal Member των οργανισμών MasterCard και Visa, ενώ είναι ο πρώτος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών της Ευρώπης που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε υποδομές cloud (Microsoft Azure). Τα έσοδα της Viva Wallet ανήλθαν το 2017 σε 20,4 εκ. ευρώ, από 15,7 εκ. το 2016, 10,4 εκ. το 2015 και 6,0 εκ. ευρώ το 2014.
Στην έκθεση Money 20/20 Europe τον Ιούνιο, στο Άμστερνταμ στην οποία η Viva Wallet ήταν επίσημος χορηγός, η εταιρία ανακοίνωσε ότι από τις 2 Ιουλίου 2018, προσφέρει στις επιχειρήσεις λιανικής σε όλη την Ευρώπη προμήθεια εκκαθάρισης καρτών με προμήθεια 0% για συναλλαγές με κάρτες Visa και MasterCard Ευρωπαίων καταναλωτών. Οι επιχειρήσεις θα επωφελούνται από την μηδενική προμήθεια, όταν κάνουν χρήση των χρηματικών υπολοίπων που διαθέτουν στο λογαριασμό πληρωμών Viva Wallet, μέσω της εταιρικής χρεωστικής τους κάρτας Viva Wallet. Η νέα προσφορά αφορά τόσο σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τερματικά αποδοχής καρτών Viva Wallet με φυσική παρουσία κάρτας, όσο και σε ηλεκτρονικές συναλλαγές χωρίς τη φυσική παρουσία της κάρτας όπως γίνεται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ του πάγιου αιτήματος της ΕΣΕΕ για τη νομοθέτηση της αύξησης του ακατάσχετου ορίου στους δηλωμένους επαγγελματικούς λογαριασμούς.