Τις θέσεις της Κεντρικής Διοίκησης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος για το εργασιακό νομοσχέδιο, που συζητείται στη Βουλή, ανέπτυξε, στην αρμόδια Επιτροπή, ο Πρόεδρος του ΟΕΕ, Κωνσταντίνος Κόλλιας.
Αναλυτικά η τοποθέτησή του:
«Το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, πιστό στο θεσμικό του ρόλο ως σύμβουλος της Πολιτείας, καταθέτει με το παρόν κείμενο τις προτάσεις του για το εργασιακό νομοσχέδιο.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο εμπεριέχει διατάξεις που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά και πληθώρα διατάξεων που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και επαναδιατύπωσης ή απόσυρσης, καθώς κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση.
Η πρόσφατη υγειονομική κρίση αλλά πολύ περισσότερο η χρηματοπιστωτική, έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα αποτυπώματά τους, στην αγορά εργασίας της χώρας μας. Οι οικονομικές αναταράξεις εκτόξευσαν την ανεργία σε πολύ υψηλά επίπεδα (άνω του 27%), ενώ ακόμα και σήμερα κατέχουμε τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (16%), με την πραγματική ανεργία να υπολογίζεται πολύ μεγαλύτερη. Στους νέους και στους μακροχρόνια άνεργους τα ποσοστά είναι πολύ μεγαλύτερα, οξύνοντας τις δομικές αδυναμίες του εργασιακού.
Οι συνθήκες στη χώρα μας έκαναν πολλούς συνανθρώπους μας να αναζητήσουν ευκαιρίες στο εξωτερικό και ιδιαίτερα το υψηλά καταρτισμένο προσωπικό (Brain drain), ενώ αυτοί που παρέμειναν ήρθαν αντιμέτωποι με χαμηλούς μισθούς και παροδική απασχόληση σε τομείς εκτός της εξειδίκευσής τους. Αναπόφευκτα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, με την εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, επιβάλουν την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με προσανατολισμό τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Αναμφίβολα, το εργασιακό νομοσχέδιο που εισήλθε στη διαβούλευση περιλαμβάνει θετικές διατάξεις που υλοποιούνται στη χώρα μας με καθυστέρηση. Χαρακτηριστικά, στα άρθρα 1 – 23 επισημαίνονται οι διατάξεις που αφορούν στην κύρωση της σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας, όπως και η ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για τους γονείς και τους φροντιστές, την κατάργηση της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου και Ρυθμίσεις για Άδειες σχετικές με την προστασία της οικογένειας (Άρθρα 24 – 45).
Άρθρα τα οποία περιλαμβάνουν θετικές διατάξεις, τόσο για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στο εργασιακό περιβάλλον όσο και άρθρα που αναφέρονται στον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά και ισορροπίας επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Εξίσου σημαντική είναι και η καθιέρωση των διαλειμμάτων στην ημερήσια εργασία, που θα αποφέρει αυτόματα αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Επίσης, χαιρετίζουμε στο άρθρο 64 την εξομοίωση των εργατοτεχνικών με τους υπαλλήλους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση απόλυσης.
Στη σωστή κατεύθυνση κινείται και η θεσμοθέτηση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας (άρθρο 74), που θα αποτελέσει ένα καινοτόμο εργαλείο στους ελέγχους. Η άμεση υιοθέτησή της θα οδηγήσει αυτόματα σε μείωση της παραβατικότητας των εργοδοτών, ενώ οι εργαζόμενοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Συνεπώς, κρίνεται επιτακτική η καθιέρωση κινήτρων σε επιχειρήσεις που θα την υιοθετήσουν άμεσα, όπως μειώσεις ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων.
Τέλος, οι μεταβολές που προκλήθηκαν στον εργασιακό χώρο από την πανδημία αλλά και αυτές που θα επιφέρει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, καθιστά επιτακτική την ανάγκη ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία. Κάποιες από τις διατάξεις (δικαίωμα αποσύνδεσης, προστασία προσωπικών δεδομένων και άλλα) είναι αναμφισβήτητα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, οι εξελίξεις και το περιβάλλον είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο και για αυτό είναι επιτακτική η σύσταση μιας τριμερούς ομάδας εργασίας (εργαζομένων, εργοδοτών και Πολιτείας) για την παρακολούθηση των εξελίξεων.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν διατάξεις που χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων ή ακόμα και κατάργησής τους, καθώς κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση.
Χαρακτηριστικά, το άρθρο 57, αναφέρεται στην πρόσθετη εργασία των απασχολούμενων μερικής απασχόλησης. Θα πρέπει να καταργηθεί η εν λόγω διάταξη για δυνατότητα υπερωριών, σε διακεκομμένο μάλιστα ωράριο με προσαύξηση μόνο 12%. Στη χώρα μας, όπου η υποδηλωμένη εργασία, ιδιαίτερα σε παραγωγικούς κλάδους είναι σύνηθες φαινόμενο, ιδιαίτερα στους νέους. Η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, με εξοντωτικά διακεκομμένα ωράρια για τους εργαζομένους με χαμηλούς μισθούς.
Η αύξηση του ανώτατου ορίου υπερωριών σε 150/έτος, από 120 ώρες/έτος για τις υπηρεσίες και 96 ώρες/έτος για τη βιομηχανία δεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη διάταξη δεν βοηθάει στη μείωση της ανεργίας αλλά παρακινεί τις επιχειρήσεις με το υπάρχον προσωπικό να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. Αυτό θα οδηγήσει στην εξουθένωση του υφιστάμενου προσωπικού, με υπερωριακή εργασία και κινδύνους ασφάλειας και υγείας. Εξίσου ανησυχητική είναι και η παράγραφος 6 του συγκεκριμένου άρθρου που δίνει τη δυνατότητα σε αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων να χορηγήσει άδεια στην επιχείρηση για υπερωριακή απασχόληση των μισθωτών, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης (150 ώρες). Μάλιστα, η αμοιβή προσαυξημένη μόνο κατά 60%, έρχεται σε αντιδιαστολή με την παράγραφο 5 που αναφέρει προσαύξηση παράνομης υπερωρίας κατά 120%. Κατά την άποψή μας, θα πρέπει να αποσυρθεί το άρθρο 58.
Το άρθρο 59 αναφέρεται στη δυνατότητα διευθέτησης του χρόνου εργασίας με ατομικές συμβάσεις. Η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ανακληθεί, αφού μπορεί να υποκρύψει φαινόμενα εξαπάτησης των εργαζομένων, όπως προσαρμογή της εργασίας με βάση τις δραστηριότητες της επιχείρησης, αντισταθμική ανάπαυση και χορήγηση μειωμένης απασχόλησης σε περιόδους αναιμικής δραστηριότητας. Στην ουσία, η έλλειψη Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια των εργοδοτών για καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Στο άρθρο 61 ρυθμίζεται το θέμα των αδειών. Το μισό της άδειας αναψυχής, θα χορηγείται υποχρεωτικά από 1/5 έως 30/09. Η δικαιούμενη κατ’ έτος άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι τις 31/3 του επόμενου έτους. Αυτό θα πρέπει να εξεταστεί εκ νέου.
Στο άρθρο 62, προτείνουμε η δυνατότητα άδειας άνευ αποδοχών να μειωθεί στο εξάμηνο (6 μήνες). Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις, η ιδιομορφία των ελληνικών επιχειρήσεων που κατά κύριο λόγο είναι οικογενειακές ή ΜμΕ, καθώς και η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η άδεια ενός έτους άνευ αποδοχών ίσως να αποτελεί λύση για τις μεγάλες επιχειρήσεις όπου οι εργασιακές σχέσεις είναι πιο απρόσωπες.
Στο άρθρο 63 υπάρχει μια διεύρυνση της λίστας επιχειρήσεων που λειτουργούν Κυριακές. Δεν είμαστε αντίθετοι σε αυτήν την πρόταση, αλλά θα πρέπει να γίνει με κάποιους όρους, όπως ο συνεχής έλεγχος από τον κρατικό μηχανισμό των εργασιακών σχέσεων.
Ειδικής μνείας χρήζει το άρθρο 66 που αναφέρεται στην προστασία από τις απολύσεις. Η παράγραφος 2 αναφέρει ότι «Αν απολυθείς εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυσή του είναι άκυρη σύμφωνα με την παρ. 1, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο”. Έχουμε δηλαδή αντιστροφή απόδειξης και ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει τους λόγους απόλυσης ενώ υστερούν και τα οικονομοτεχνικά κριτήρια που ίσχυαν μέχρι σήμερα.
Επίσης, με την προωθούμενη ρύθμιση ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση πληρωμής μισθών υπερημερίας, που υποκαθίσταται από την πληρωμή πρόσθετης αποζημίωσης (η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών, ούτε μεγαλύτερη από αποδοχές 24ων μηνών). Δηλαδή, ενώ μέχρι σήμερα συνέπεια της άκυρης απόλυσης ήταν η επαναπρόσληψη του εργαζομένου, πλέον δίνεται η δυνατότητα για μη επαναπρόσληψη με μια επιπλέον αποζημίωση από τον εργοδότη. Η επιλογή επαναπρόσληψης ή της λήψης πρόσθετης αποζημίωσης οφείλει να είναι αποκλειστικό προνόμιο των εργαζομένων και όχι των εργοδοτών.
Ορθά αποσύρθηκε η διάταξη που έδινε τη δυνατότητα στον εργοδότη να καταβάλλει την αποζημίωση στον μισθωτό έως και 4 μήνες μετά την απόλυση χωρίς η απόλυση να καθίσταται άκυρη, ενώ προέβλεπε ότι η καταβολή μειωμένης έως και 10% αποζημίωσης οφείλονταν αυτόματα σε λάθος και δεν ακύρωνε την απόλυση.
Η τελική διάταξη στο κατατεθειμένο νομοσχέδιο αποσαφηνίζει αφενός ότι η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι σύγχρονη με την απόλυση και αφετέρου νομοθετείται η παγιωμένη θέση της νομολογίας, ότι η υπολειπόμενη καταβληθείσα αποζημίωση δεν συνιστά λόγο ακύρωσης αλλά συμπλήρωσης αυτής.
Στα άρθρα 68 και 69, καταγράφεται το πλαίσιο λειτουργίας των Συνεργατικών Ψηφιακών Πλατφορμών. Μια εξέλιξη θετική, που ακολουθεί τις εξελίξεις στις Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά θέλει εκσυγχρονισμό. Ήδη τα Δικαστήρια της Βαρκελώνης, της Μπολόνιας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Άμστερνταμ προσφάτως αποφάνθηκαν αμετακλήτως ότι οι εργαζόμενοι στις ψηφιακές πλατφόρμες είναι εργαζόμενοι και όχι “αυτοαπασχολούμενοι” ή “εργολάβοι”.
Αναγνώρισαν ότι οι εργαζόμενοι στις ψηφιακές πλατφόρμες, βρίσκονται σε σχέση εξαρτημένης εργασίας από τη διασύνδεσή τους με την πλατφόρμα μέχρι και την αποσύνδεσή τους. Επίσης, στους εργαζομένους αυτούς αναγνωρίστηκαν πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, όπως κατώτατος μισθός, επιδόματα, διαλείμματα, επιδόματα ασθένειας, άδειες με αποδοχές κ.λπ.
Εν κατακλείδι, το παρόν νομοσχέδιο καλύπτει ένα πλήθος αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στα πεδία της βίας και της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, στην ισορρόπηση επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής αλλά και στον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας. Υπάρχουν, όμως, και διατάξεις που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης και απόσυρσης, αφού δεν συνάδουν με τους στόχους της ελληνικής οικονομίας και θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Για άλλη μια φορά τονίζουμε την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Η αύξηση της κατανάλωσης, που αποτελεί το εφαλτήριο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα πραγματοποιηθεί μόνο με την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων. Η μείωση της ανεργίας και ιδιαίτερα των νέων, η δημιουργία νέων καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, που θα αντιστρέψει το Brain Drain, αλλά και η αύξηση του κατώτατου μισθού μόνο θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχουν για την οικονομία και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας».