Στη διάσωσης της περιφερειακής τράπεζας Hengfeng Bank προχώρησε η κινεζική κυβέρνηση, με το κόστος να προσδιορίζεται κοντά στα 14 δισ. δολ. όπως μεταδίδει η Wall Street Journal.
Η Hengfeng Bank, στην οποία κατέχει μερίδιο η United Overseas Bank (UOB) της Σιγκαπούρης, δεν έχει δημοσιεύσει τα τελευταία χρόνια οικονομικές καταστάσεις, ενώ νωρίτερα φέτος οι κινεζικές αρχές είχαν ανακοινώσει ότι θα δρομολογήσουν την αναδιάρθρωση της.
Την Τετάρτη, η τράπεζα ανακοίνωσε ότι ένας βραχίονας του κρατικού επενδυτικού ταμείου της Κίνας και η τοπική κυβέρνηση θα αγοράσουν μαζί νέες μετοχές αξίας πάνω από 100 δισ. γουάν ($14,3 δισ.), με την UOB και άλλους επενδυτές να διοχετεύουν άλλα 4 δισ. γουάν.
Τα προβλήματα της Hengfeng – σημειώνει η WSJ – συνδέονται εν μέρει με διαχειριστικά λάθη και μια σειρά ατυχών περιστάσεων.
Όπως η Baoshang Bank, άλλη μια περιφερειακή τράπεζα που διασώθηκε αυτό το καλοκαίρι, συνδέεται με τον προβληματικό όμιλό Tomorrow Group, του οποίου ο ιδρυτής εξαφανίστηκε το 2017 μετά από μία εκστρατεία για την πάταξη της διαφθοράς.
Την ίδια στιγμή, στην επαρχία Shandong, την περιφέρεια όπου βρίσκεται η Hengfeng, έχουν σημειωθεί αρκετές μεγάλες χρεοκοπίες το 2019 εν μέσω της επιβράδυνσης της βιομηχανικής παραγωγής.
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) της τράπεζας ήταν στο 2,98% στα τέλη του 2018, σύμφωνα με την Shanghai Securities News, ξεπερνώντας κατά περισσότερο από μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα τις εμπορικές τράπεζες εκείνη την περίοδο.
Αυτό όμως που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία, σημειώνεται στο δημοσίευμα της WSJ, είναι το πόσο πολύ μοιάζει η Hengfeng με το ευρύτερο τραπεζικό σύστημα.
Όπως αναφέρει η WSJ, το 2016, την τελευταία φορά που η τράπεζα δημοσίευσε ετήσιες καταστάσεις, τα συνολικά προβληματικά δάνεια – ήτοι τόσο τα μη εξυπηρετούμενα όσο και τα «δάνεια ειδικής αναφοράς» – έφταναν σχεδόν το 6% του συνόλου.
Σε εθνικό επίπεδο, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των εμπορικών τραπεζών είναι σήμερα μόλις 1,86%, ωστόσο, μαζί με τα δάνεια ειδικής αναφοράς, αυτό φτάνει το περίπου 5%, σχεδόν το ποσοστό της Hengfeng το 2016, σημειώνει η WSJ.