Η εκρηκτική αύξηση των τιμών της ενέργειας και οι συνεπακόλουθες ελλείψεις ενεργειακής ισχύος έχουν αναγκάσει πολλά εργοστάσια στην Κίνα να βάλουν προσωρινά “λουκέτα” ή να περιορίσουν την παραγωγή τους, ως απόρροια και των επιταγών του Πεκίνου.
Αυτή η εξέλιξη έχει εντείνει τις ανησυχίες για επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη και τις επιπτώσεις που θα έχει αυτή στην παγκόσμια οικονομία.
Ανησυχίες που έχουν εξελιχθεί πλέον σε φόβο μετά τη μείωση που κατέγραψε η μεταποιητική δραστηριότητα της χώρας τον Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά από την έναρξη της πανδημίας, καταδεικνύοντας την επίπτωση των εκτεταμένων διακοπών ηλεκτρικής ενέργειας στην ανάπτυξη της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν ήδη προχωρήσει σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεών τους για τον ρυθμό επέκτασης του ΑΕΠ της Κίνας, ενώ άλλοι τηρούν στάση αναμονής προκειμένου να δουν το μέγεθος του αντικτύπου του ενεργειακού σοκ στην κινεζική οικονομία.
Η προσφορά λιγνίτη μειώνεται, οι τιμές σκαρφαλώνουν
Το ενεργειακό πρόβλημα της Κίνας, ωστόσο, σχετίζεται με σειρά παραγόντων, σύμφωνα με το CNBC. Όπως αναφέρει, στα τέλη του 2020, η Κίνα διέκοψε τις αγορές λιγνίτη από την Αυστραλία, που κάποτε αποτελούσε τη βασική “πηγή” προμήθειας του ασιατικού κολοσσού. Οι πολιτικές εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν κλιμακωθεί από τότε που η Αυστραλία προσυπόγραψε την ανάγκη ενδελεχούς έρευνας για το πώς το Πεκίνο χειρίστηκε το θέμα με την πανδημία του κορονοϊού.
Εν τω μεταξύ, ο βαρύς περσινός χειμώνας αύξησε τις ανάγκες της χώρας σε άνθρακα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ορισμένες πόλεις έθεσαν περιορισμούς στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειες σε νοικοκυριά και εργοστάσια.
Παράλληλα και ακολουθώντας την άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων παγκοσμίως, και ο θερμικός άνθρακας, το κύριο καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είδε τις τιμές του να αυξάνονται περισσοτερο από 40% σε διάστημα 12μήνου, περίπου στα 777 γουάν ανά μετρικό τόνο (119,53 δολάρια) τον Δεκέμβριο του 2020 στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Τσεντσόου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Wind Information.
Με την άνοιξη να πλησιάζει, εν τω μεταξύ, το Πεκίνο ανακοίνωσε τους στόχους της χώρας, σε βάθος πενταετίας, να καλύψει περίπου το 20% της κατανάλωσης ενέργειας από μη ορυκτά καύσιμα, από περίπου 15% που είναι επί του παρόντος.
Η “αδυναμία” των ΑΠΕ
Αλλά, ενόσω η Κίνα επιτάχυνε τη στροφή της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το κέντρο υδροηλεκτρικής ενέργειας της επαρχίας Γιουνάν δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα από την ξηρασία. Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων, η παραγόμενη υδροηλεκτρική ενέργεια σημείωσε ετήσια πτώση 4% τον Ιούλιο και αντίστοιχη μείωση τον Αύγουστο.
Η αγορά αιολική ενέργειας επίσης, σύμφωνα με την Επιτροπή, παρότι συνέχισε να αυξάνεται, είδε τον ρυθμό ανάπτυξής της να επιβραδύνεται, με την αύξηση τον Αύγουστο να “φρενάρει” στο 7%, σε ετήσια βάση, από +25,4% τον Ιούλιο.
Εν τω μεταξύ, το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Κίνα εξακολουθεί να παράγεται από λιγνιτικές μονάδες. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σε ετήσια βάση έχει εκτιναχθεί σε υψηλό δεκαετίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Wind.
Διακοπές ηλεκτρικής ενέργειας
Πέρα από τις ακραίες θερμοκρασίες, τα εργασία ζητούν πλέον περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια καθώς έχουν εντείνει την παραγωγή τους προκειμένου να καλύψουν την αύξηση των παραγγελιών για κινεζικά προϊόντα. Είναι ενδεικτικό ότι οι εξαγωγές της χώρας έχουν αυξηθεί κατά διψήφιο ποσοστό εν μέσω της πανδημίας.
«Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας έχει αυξηθεί λόγω της οικονομικής ανάκαμψης στην Κίνας», ανέφεραν οι αναλυτές του Eurasia Group τον Μάιο. Σημείωσαν επίσης ότι «αρκετοί βιομηχανικοί κόμβοι κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των Γκουανγκντόνγκ, Ζετζιάνγκ, Τζιανγκσού και Σαντόνγκ, έχουν προειδοποιήσει για πιθανές προσωρινές ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη θερινή περίοδο αιχμής».
Τον Ιούνιο, η Securities Times που στηρίζεται από το Πεκίνο έκανε λόγω για ορισμένους περιορισμούς ηλεκτρικής ενέργειες σε μονάδες της Γκουανγκντόνγκ, που θεωρείται εξαγωγικός κόμβος της χώρας.
Εν τω μεταξύ, η προσφορά λιγνίτη μειώθηκε καθώς η χώρα έκλεισε ορισμένα ορυχεία στο πλαίσιο της εθνικής προσπάθειας για μείωση των εκπομπών άνθρακα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Wind, τα αποθέματα λιγνίτη των μεγάλων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υποχώρησαν σε χαμηλό δεκαετίας τον Αύγουστο.
Αλλά στα μέσα Αυγούστου, ο οργανισμός οικονομικού σχεδιασμού της Κίνας ανακοίνωσε ότι 20 περιοχές -που αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του ΑΕΠ της Κίνας κατά τη Nomura- δεν κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που σχετίζονται με τη μείωση του άνθρακα, ωθώντας τις τοπικές αρχές να αναλάβουν δράση.
Έτσι, ορισμένες τοπικές κυβερνήσεις προέβησαν σε δραστικά μέτρα. Για παράδειγμα, στις 23 Σεπτεμβρίου, η τοπική κυβέρνηση της επαρχίας Χουνάν επέβαλε περιορισμούς στην κατανάλωση ενέργειας, σύμφωνα με ένα αντίγραφο που επικαλείται το CNBC.
Οι περιορισμοί πρόκειται να διαρκέσουν έως την Πέμπτη, μια ημέρα πριν από την εθνική εορτή της Κίνας που θα διαρκέσει από την 1η έως τις 7 Οκτωβρίου.
Την Κυριακή, μάλιστα, η Securities Times έκανε λόγο για σημαντικές διακοπές ρεύματος σε εργοστάσια στον μεταποιητικό κόμβο του Γκουανγκντόνγκ, την ίδια εβδομάδα, αλλά και για ξαφνικές διακοπές ρεύματος σε πολλά μέρη της βορειοανατολικής Κίνας, συμπεριλαμβανομένων κατοικημένων περιοχών στην επαρχία Λιαόνινγκ.
Οι οικονομικές επιπτώσεις
Η μείωση της παραγωγής των εργοστασίων οδήγησε όμως και σε περιορισμό της ζήτησης για μεταφορές προϊόντων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα οι τιμες εμπορευματοκιβωτίων για αποστολές στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ να πέσουν στα 9.000 δολάρια ανά εμπορευματοκιβώτιο από 15.000 δολάρια προηγουμένως, πτώση που ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου.
Το πρακτορείο Reuters από τη μεριά του ανέφερε ότι περισσότερες από 10 κινεζικές επαρχίες και περιοχές έχουν περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό εντείνει τους φόβους για επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, δεδομένου ότι η επαρχία Γκουανγκντόνγκ αντιπροσωπεύει περίπου το 23% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της Κίνας, ενώ η Λιαόνινγκ το 1,6%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου.