Ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ μόνο κατά 1,76% φέτος εκτιμά στο νέο του τετραμηνιαίο δελτίο το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Η έκδοση “Οικονομικές Εξελίξεις”, η οποία περιλαμβάνει παρουσίαση του υποδείγματός του για τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις στο ΑΕΠ, διατυπώνει πρόβλεψη η οποία είναι πιο απαισιόδοξη και από αυτή της ΤτΕ και από αυτή του ΙΟΒΕ που εδώ και καιρό εκτιμούν ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμό το πολύ 1,9% φέτος έναντι πρόβλεψης για ρυθμό 2,3% του ΥΠΟΙΚ.
Μάλιστα, καθώς τα στοιχεία έχουν “κλειδώσει” πριν τις τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο, δηλαδή για τον ρυθμό ανάπτυξης μόνο κατά 1,3% και εκτιμούν άνοδο του ΑΕΠ το ίδιο διάστημα κατά 1,97% αρμόδιες πηγές δεν αποκλείουν στο επόμενο Δελτίο να υπάρχει σημαντική επί τα χείρω αναθεώρηση της ετήσιας πρόβλεψης…
Η εν λόγω εκτίμηση έχει ειδική σημασία διότι το ΚΕΠΕ είναι εποπτευόμενο όργανο του υπουργείου Οικονομίας. Μάλιστα, στις αναλυτικές προβολές καταγράφεται επιβράδυνση της ανόδου του ΑΕΠ το 2ο εξάμηνο του 2019-06-28
Η εκτίμηση γίνεται από την Μονάδα Οικονομικών Προβλέψεων Υποδείγματος Παραγόντων στην οποία μετέχουν οι Έρση Αθανασίου, Θεόδωρος Τσέκερης και Αικατερίνη Τσούμα.
ΚΕΠΕ: Ανάπτυξη μόνο 1,76% φέτος
Αναλυτικά το ΚΕΠΕ αναφέρει μεταξύ άλλων για το ΑΕΠ ότι:
“Η πρόβλεψη αντανακλά μια οριακή εξασθένηση του ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είχε διαμορφωθεί στο 1,9. Οι σχετικοί εκτιμώμενοι ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του 2019, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2018, κυμαίνονται στο 1,9% και 1,6%, αντίστοιχα, και καταδεικνύουν:
* πρώτον, μια αναθεώρηση προς τα κάτω της αμέσως προηγούμενης πρόβλεψης του υποδείγματος παραγόντων για το πρώτο εξάμηνο του 2019 (2,2%) και,
* δεύτερον, μια τάση ελαφράς αποδυνάμωσης της αναπτυξιακής πορείας της χώρας στο δεύτερο εξάμηνο. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται και στις επιμέρους εκτιμήσεις των ρυθμών ανάπτυξης για τα τέσσερα τρίμηνα του 2019, ως προς τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2018, οι οποίοι διαμορφώνονται στο 2%, 1,9%, 1,2% και 2%.
Στη βάση των ως άνω εκτιμώμενων ρυθμών μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ προκύπτει ότι η ανάπτυξη το 2019 θα κινηθεί σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του 2018, επιδεικνύοντας μια σχετική σταθερότητα αλλά και, ταυτόχρονα, μια έλλειψη επιπρόσθετης αναπτυξιακής δυναμικής.
Η πρόβλεψη αυτή αντανακλά τις βασικές διαστάσεις των πρόσφατων βραχυπρόθεσμων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία και συνάδει με την εξέλιξη των ενσωματωμένων στοιχείων κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018.
Ειδικότερα, η εξασθένηση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2018 (1,6%, ως προς το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, σε σχέση με το 2,1% του τρίτου τριμήνου) φαίνεται να μετακυλίεται στο 2019, με μια σταδιακή αποδυνάμωση της ανάπτυξης μέχρι το τρίτο τρίμηνο και μια σημαντική ενίσχυση στο τέλος του έτους.
Συνεπώς, διαφαίνεται ότι συνεχίζουν να επικρατούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό, εντούτοις, με μια συγκρατημένη αναπτυξιακή δυναμική που οφείλεται κυρίως στην πορεία της συνιστώσας της εγχώριας ζήτησης.
Η παρατηρούμενη έλλειψη ενδείξεων για περαιτέρω ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης το 2019 δύναται να αντικατοπτρίζει μια σχετική στασιμότητα αναφορικά με την υλοποίηση μεγάλων έργων και επενδύσεων στη χώρα και τη λήψη και εφαρμογή αναγκαίων επιπρόσθετων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και μια στάση επιφυλακτικότητας και αναμονής από τους συμμετέχοντες στην οικονομική δραστηριότητα, εξαιτίας των δύο εκλογικών περιόδων που λαμβάνουν χώρα μέσα στο 2019.
Επιπλέον, μπορεί να αντανακλά και τις πλέον πιο συγκρατημένες εκτιμώμενες αναπτυξιακές προοπτικές τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και τις συνθήκες ενισχυόμενης αβεβαιότητας που επικρατούν διεθνώς και επιδρούν στην αναπτυξιακή πορεία των μεγάλων οικονομιών παγκοσμίως, με επιπτώσεις και στην πορεία της ελληνικής οικονομίας».
«Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας, αλλά και το εγχώριο οικονομικό περιβάλλον στο σύνολό του, δύναται να ακολουθήσουν το 2019 μια περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκή πορεία από την προβλεπόμενη, ανάλογα με τις κρίσιμες και αποφασιστικές εξελίξεις που θα επέλθουν σε ένα ευρύτερο φάσμα παραγόντων.
Οι παράγοντες αυτοί είναι συνυφασμένοι με την πορεία των βασικών συνιστωσών του ΑΕΠ: την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, την απόλυτα αναγκαία ανάκαμψη των επενδύσεων και τη διατήρηση του ευνοϊκού κλίματος στον τομέα των εξαγωγών, με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της αναπτυξιακής δυναμικής και την ισχυροποίηση του παραγωγικού δυναμικού σε καίριους κλάδους της ελληνικής οικονομίας για την εξασφάλιση νέων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας.
Επίσης, αφορούν την τήρηση της δέσμευσης για την εξασφάλιση εξισορροπημένων δημοσιονομικών μεγεθών και τη συνέχιση της εφαρμογής των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, στην παρούσα συγκυρία, οι εν λόγω παράγοντες συνδέονται με τη διάρκεια και την όποια θετική ή/και αρνητική επίδραση του εκλογικού κύκλου και των συναφών προσδοκώμενων πολιτικών εξελίξεων, που δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας ή έστω επιφυλακτικότητας και αναμονής. Σαφώς, κεντρικό ρόλο είτε προς τη θετική ή αρνητική κατεύθυνση θα διαδραματίσει και η δυναμική της αναπτυξιακής πορείας σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και οι διεθνείς εξελίξεις συνολικά, με ζητήματα που αφορούν, για παράδειγμα, το διεθνές εμπόριο, τη μετανάστευση και τη διαπραγμάτευση για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. να αποκτούν ρόλο κλειδί».
Τριγμοί στην κατανάλωση
Σε ειδικό κεφάλαιο το ΚΕΠΕ αναλύει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Προκύπτουν ορισμένα γενικά συμπεράσματα. Αναφορικά με την ιδιωτική κατανάλωση, «διαφαίνεται ότι η σημαντική αυτή συνιστώσα της εγχώριας ζήτησης επιδεικνύει μια τάση σταθεροποίησης που ερμηνεύεται και ως έλλειψη επιπρόσθετης δυναμικής.
Η διαπίστωση αυτή αναφορικά με τη θετική αλλά συγκρατημένη πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι σε συμφωνία με: τις συνολικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, δεδομένης της γενικότερης σταθεροποίησης των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών που έχει επιτευχθεί, τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, την όποια επίδραση του εκλογικού κύκλου, αλλά και με την καθυστέρηση λήψης μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομική ελάφρυνση των εγχώριων νοικοκυριών από τις σημαντικές επιβαρύνσεις και υποχρεώσεις που αντιμετωπίζουν, καθώς και με τη σχετική ανασφάλεια που απορρέει από την ασάφεια σχετικά με την οικονομική πολιτική μετά την ολοκλήρωση των εκλογικών περιόδων».
Άνοδος στο “χάσμα” παραγωγικότητας
Άλλο κεφάλαιο της ίδιας έκθεσης ασχολείται με την παραγωγικότητα. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες (της Ευρωζώνης, της ΕΕ, του ΟΟΣΑ), η Ελλάδα παρουσίασε μείωση της παραγωγικότητας εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία (2008-2017), αυξάνοντας τις αποκλίσεις και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά της, δηλαδή, αυξάνοντας την απόστασή της από το διεθνές/ευρωκοινοτικό όριο παραγωγικότητας, ενώ εμφανίζει και μειωμένη ΣΠΣΠ.
Παρά την αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας σε δραστηριότητες παραγωγής (διεθνώς) εμπορεύσιμων αγαθών, όπως στη μεταποιητική βιομηχανία και την πρωτογενή παραγωγή, οι τομείς αυτοί συνεχίζουν να υπολείπονται σε σχέση με τομείς των υπηρεσιών.
Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη για λήψη μέτρων πολιτικής που θα προωθήσουν με εντατικούς ρυθμούς την παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα της οικονομίας της χώρας, ιδιαίτερα σε τομείς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες σταθερής και ανθεκτικής ανάπτυξης.
Μεταξύ άλλων, τέτοια μέτρα πολιτικής θα πρέπει να αφορούν τη μεγαλύτερη και ταχύτερη προσαρμογή της οικονομίας στις νέες τεχνολογίες και την ενσωμάτωση κρίσιμων παραγωγικών τομέων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας».