«Το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας μετά την κρίση, που τόσο έχει συζητηθεί, η αλλαγή του, παραμένει σχετικά μεταβλητό. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις οι οποίες αποτελούν πηγή παραγωγικών επιχειρήσεων, έχουν μεν σημειώσει άνοδο, αλλά παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και την εξαγωγή αγαθών.
Εκτός αυτού, σημαντικό μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται σε μη αυστηρά παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά κινητών, οι τουριστικές επιχειρήσεις. Εκεί όπου χρειάζεται η ελληνική οικονομία ΑΞΕ είναι ο πρωτογενής και ιδιαίτερο δευτερογενής (βιομηχανία) τομέας, ο οποίος παραμένει ο μεγάλος ασθενής της οικονομίας».
Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η τρίτη Ανάλυση Επικαιρότητας για το 2024, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με τίτλο «Πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων παρά την κόπωση στις υπόλοιπες εξαγωγές».
Όπως σημειώνεται, θετικά είναι τα νέα για τον κλάδο αγροδιατροφικών προϊόντων, όχι όμως για το υπόλοιπο εξωτερικό εμπόριο.
Το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι η Ανάλυση Επικαιρότητας έχει δύο σκοπούς: Πρώτον, να αναδείξει το πλεονασματικό εξωτερικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (αγροδιατροφικών προϊόντων) για τα τρία (2020, 2021, 2023) από τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί αρκετά καλό νέο και, δεύτερον, την έλλειψη δυναμικότητας των εξαγωγών όλων των υπόλοιπων (βιομηχανικών) προϊόντων, πλην δηλαδή ορυκτών καυσίμων (πετρελαιοειδών) και αγροδιατροφικών, κάτι όχι θετικό για την ελληνική οικονομία, η οποία χρειάζεται γρήγορη αύξηση της παραγωγής αγαθών και, κατά συνέπεια, των εξαγωγών της, εάν θέλει να ισχυροποιηθεί και θωρακιστεί έναντι μελλοντικών κλυδωνισμών και κρίσεων.
Στα συμπεράσματα αναφέρεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία καθίσταται σαφές πως η αύξηση του πλεονάσματος του ελαιολάδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επανεμφάνιση πλεονάσματος στο συνολικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων.
Η δε αύξηση των εξαγωγών ελαιόλαδο το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται κατά το ήμισυ στην άνοδο των τιμών του ελαιολάδου και κατά το υπόλοιπο μισό στην αύξηση της εξαγόμενης ποσότητας. Η άνοδος γενικά των τιμών των εισαγόμενων ποσοτήτων δεν είναι κάτι αρνητικό. Αντίθετα η άνοδος αυτή επιδιώκεται από τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς. Αυτό που δεν κρίνεται θετικό είναι η συγκυριακή άνοδος της τιμής, η οποία εξαρτάται από γεωπολιτικούς παράγοντες – πέραν δηλαδή του ελέγχου της εντόπιας παραγωγικής αλυσίδας – και η οποία μπορεί να εξανεμιστεί το επόμενο έτος.
Η αύξηση τιμής, που κρίνεται θετικά, είναι βιώσιμη και μπορεί να οδηγήσει σε συστηματική αύξηση της αξίας των εξαγωγών είναι αυτή που βασίζεται σε βελτίωσης της μεταποιητικής αλυσίδας, αυτή η οποία είναι αποτέλεσμα αύξησης της προστιθέμενης αξίας του προϊόντος και η οποία αντανακλά αύξηση της ποιότητας των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών μέσω σειράς ενεργειών που βελτιώνουν την τυποποίηση, την εμφιάλωση και γενικά την όλη η αλυσίδα παραγωγής του ελαιολάδου. Αυτή η αξία χάνεται όταν το προϊόν εξάγεται χύδην ως πρώτη ύλη.
Παρόμοια, συνεχίζει το ΚΕΠΕ, είναι η κατάσταση με το βαμβάκι, το οποίο ενώ ως πρώτη ύλη έχει δυνατότητα να επιτύχει υψηλές τιμές στην παγκόσμια αγορά, η αξία αυτή χάνεται λόγω σοβαρών ελλείψεων στη διαχείρισή του από την έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων. Επίσης, τα αλιεύματα (κυρίως προϊόντα υδατοκαλλιέργειας) έχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης δεδομένης της μεγάλης ακτογραμμής της Ελλάδας και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών.
Όμως, ο κτηνοτροφικός κλάδος (κατεύθυνση κρεοπαραγωγού) παραμένει ο ασθενής της ελληνικής γεωργίας καθώς συμμετέχει στην διαμόρφωση ελλείμματος ύψους άνω του 1,5 δισ. ευρώ (2 δισ. ευρώ εάν συμπεριληφθεί και το έλλειμμα από το εμπόριο ζωοτροφών).
Ωστόσο μπορεί, με τις κατάλληλες πολιτικές, να αυξήσει την παραγωγή για εγχώρια κατανάλωση και άρα την υποκατάσταση των εισαγωγών ή για υψηλής ποιότητας προϊόντα εξαγωγικού προσανατολισμού. Για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο το πλεόνασμα στο αγροδιατροφικό εμπορικό ισοζύγιο και να μην εξαρτάται από τις συγκυρίες καλής παραγωγής κάποιων προϊόντων, είτε της πρόσκαιρης ανόδου των τιμών τους, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η παραγωγή της κρεοπαραγωγού κτηνοτροφίας.
Τέλος, γίνεται μια ιδιαίτερη αναφορά από το ΚΕΠΕ, γενικότερα, για το εξωτερικό εμπόριο όχι μόνο τον αγροδιατροφικών προϊόντων.
Όπως αναφέρεται, η εξέλιξη των συνολικών εξαγωγών, πλην πετρελαιοειδών και αγροδιατροφικών, δεν έχει την δυναμική που έχουν άλλες χώρες με παρόμοια κρίση (Πορτογαλία). Αυτό υποδηλώνει ότι το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας μετά την κρίση, που τόσο έχει συζητηθεί η αλλαγή του, παραμένει σχετικά μεταβλητό.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις οι οποίες αποτελούν πηγή παραγωγικών επιχειρήσεων, έχουν μεν σημειώσει άνοδο, αλλά παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και την εξαγωγή αγαθών.
Εκτός αυτού, σημαντικό μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται σε μη αυστηρά παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά κινητών οι τουριστικές επιχειρήσεις. Εκεί που χρειάζεται η ελληνική οικονομία ΑΞΕ είναι ο πρωτογενής και ιδιαίτερο δευτερογενής (βιομηχανία) τομέας, ο οποίος παραμένει ο μεγάλος ασθενής της οικονομίας.