«Καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση της αναμενόμενης αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας είναι, αφενός, η αύξηση της χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, που αποτελεί παράγοντα- κλειδί, λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, και, αφετέρου, η σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ιδίως, στον επιχειρηματικό τομέα και στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας της οικονομίας.».
Αυτό σημειώνεται στην Ετήσια Έκθεση 2023 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας, του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ο επίμονος πληθωρισμός, το αυξημένο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (έλλειμμα 9,7% επί του ΑΕΠ το 2022), οι δημογραφικές αλλαγές, η τεχνολογική υστέρηση και οι συχνότερες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής δημιουργούν αβεβαιότητα για το μέλλον και πρόσθετες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.
Άλλωστε, όπως αποτυπώνει ο Δείκτης Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (RCI), όλες οι ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στο τέλος της κλίμακας, με διατήρηση του χάσματος μεταξύ της Αττικής και των υπόλοιπων περιφερειών.
Εκτός αυτού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% και η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 2%. Ωστόσο, η επίμονη διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, τόσο ως προς τους πασχολούμενους όσο και ως προς τις ώρες εργασίας, παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια κατά την περίοδο 2019-2023.
Όσον αφορά το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), όπως επισημαίνεται, ο αντίκτυπός του αναμένεται να αποφέρει μία σημαντική αύξηση του ΑΕΠ (13,7 δισεκατομμύρια ευρώ) και της απασχόλησης (περίπου 400.000 θέσεις εργασίας), δηλαδή, αύξηση σε όρους ΑΕΠ κατά 8,3% και της απασχόλησης κατά 10,5%, σε σύγκριση με τα επίπεδα του ΑΕΠ και της απασχόλησης της Ελλάδας το 2020.
Ωστόσο, η ανάλυσή του ΚΕΠΕ, υποδηλώνει ότι το RRP ενδέχεται να μην είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας, λόγω της υπερβολικής εξάρτησής του από συγκεκριμένους τομείς, κυρίως τις κατασκευές, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τους ευρύτερους στόχους μιας δίκαιης ανάπτυξης, μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές και περιορισμών των εκπομπών CO2.
Σημειώνεται ότι οι κατασκευές ήταν ο τομέας που παρουσίασε την υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 2020-2022.
Ψηφιοποίηση, Τεχνητή Νοημοσύνη και Δίκαιη Ανάπτυξη
Η έκθεση τονίζει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για ψηφιακό μετασχηματισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στις τεχνολογίες της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης (Industry 4.0), ενώ θα πρέπει, παράλληλα, να αναλάβουν και δράσεις για τη διαχείριση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος που συνδέεται με τη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και να ενισχύσουν την κυκλική οικονομία. Θα πρέπει, φυσικά, να μην παραβλέπεται ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί και ένα ευρύ φάσμα πολιτικών για τη μείωση των ανισοτήτων που θα συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Τέτοιες πολιτικές, όπως σημειώνεται, δύναται να περιλαμβάνουν την απόκτηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ισχυρά μέτρα κοινωνικής προστασίας, προσιτή χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας και στήριξη της μεταφοράς τεχνολογίας και των διασυνδέσεων μεταξύ επιχειρήσεων για την προώθηση των εξαγωγών.