Τα χαμηλά επίπεδα των τιμών διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, το μέγεθος της προηγούμενης αποθεματοποίησης, οι επιδράσεις από τα περιοριστικά μέτρα, οι μεταβολές στο σύστημα διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, καθώς και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, αποτελούν τα δεδομένα που θα διαμορφώσουν την αγορά, τουλάχιστον κατά τους αρχικούς μήνες διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης.

   Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η ενδέκατη Ανάλυση Επικαιρότητας με τίτλο «Εξελίξεις της εγχώριας αγοράς πετρελαίου θέρμανσης» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

   Στα συμπεράσματα και τις προβλέψεις της ανάλυσης σημειώνονται τα εξής:

   Στις 15 Οκτωβρίου ξεκίνησε η νέα περίοδος διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης. Η μέση τελική τιμή διάθεσης για τον Οκτώβριο ήταν 799 ευρώ/χιλιόλιτρο και δείχνει να παρουσιάζει ελαφρά πτωτική τάση μέσα στον Νοέμβριο. Η τιμή είναι αυξημένη σε σχέση με το τέλος της προηγούμενης περιόδου διάθεσης, που η μέση τιμή του Μαΐου ήταν 741 ευρώ/χιλιόλιτρο. Αυτό είναι φυσικά αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου Brent στα 40 δολάρια/βαρέλι. Ωστόσο, συγκριτικά με την έναρξη της περσινής περιόδου διάθεσης, η τιμή είναι σημαντικά μειωμένη, καθώς η μέση τελική τιμή του Οκτωβρίου 2019 ήταν 1.042 ευρώ/χιλιόλιτρο.

Σε κάθε περίπτωση, η τιμή διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που ευνοεί τόσο την αγορά, όσο και τους καταναλωτές και συμβάλλει στην ενίσχυση της ζήτησης για πετρέλαιο θέρμανσης. Παρ’ όλα αυτά, οι χαμηλές τιμές στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, σε συνδυασμό με την παράταση που δόθηκε, οδήγησε σε αποθεματοποίηση ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης από τα νοικοκυριά, γεγονός που περιορίζει τις ανάγκες για νέες προμήθειες και, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις από την αγορά, η ζήτηση του Οκτωβρίου ήταν περιορισμένη.

Τέλος, τα περιοριστικά μέτρα που έχουν τεθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αναμένεται να έχουν σύνθετες επιδράσεις και στη συγκεκριμένη αγορά. Ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την οικονομική αβεβαιότητα, θα συμβάλει στη μείωση της ζήτησης, αλλά, από την άλλη πλευρά, η παραμονή των πολιτών στα σπίτια θα αυξήσει τις ανάγκες για θέρμανση, ειδικότερα όσο οι καιρικές συνθήκες θα γίνονται δυσμενέστερες.

   Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο έχει να κάνει με τις αλλαγές που υιοθετήθηκαν σχετικά με τη διάθεση του επιδόματος θέρμανσης. Πιο συγκεκριμένα, το επίδομα, το οποίο έχει υιοθετηθεί για την ενίσχυση των ασθενέστερων νοικοκυριών, μέχρι πέρσι συνδεόταν μόνο με την αγορά πετρελαίου θέρμανσης.

Αντίθετα, από φέτος, τα νοικοκυριά που δικαιούνται επίδομα δύνανται να προμηθευτούν, πέρα από πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο και υγραέριο, αλλά και ξύλα και pellets στους ορεινούς οικισμούς με λιγότερους από 2.500 κατοίκους. Επίσης, για τον υπολογισμό του επιδόματος, κατά περίπτωση, πέρα από τα γνωστά εισοδηματικά κριτήρια, λαμβάνονται υπόψη, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, οι καιρικές συνθήκες ανά περιοχή και συνεπώς οι ανάγκες σε θέρμανση. Έτσι, αντί των τεσσάρων κλιματικών ζωνών που ίσχυαν μέχρι και πέρσι, κατηγοριοποιήθηκε το σύνολο της επικράτειας σε 13.459 περιοχές καιρικών συνθηκών και ορίστηκαν οι αντίστοιχοι συντελεστές.

Με αυτόν τον τρόπο, εκτιμάται ότι το επίδομα για κάθε νοικοκυριό δύναται να κυμανθεί από 80 μέχρι 600 ευρώ, σε αντίθεση με πέρσι που το αντίστοιχο εύρος ήταν μεταξύ 64 και 350 ευρώ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναμένεται να είναι δικαιότερη η κατανομή μεταξύ των δικαιούχων του συνολικού κονδυλίου που έχει προβλεφθεί, και που σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις ανέρχεται στα 83 εκατ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, για την είσπραξη του επιδόματος από τους δικαιούχους, απαιτείται η αγορά καυσίμων διπλάσιας αξίας από το επίδομα.

   Το γεγονός ότι η διάθεση του επιδόματος θα καλύπτει περισσότερους τύπους καυσίμων για θέρμανση είναι ιδιαίτερα θετικό για την αγορά και δύναται επίσης να συμβάλει θετικά και στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (π.χ. στην περίπτωση χρήσης φυσικού αερίου, σε αντικατάσταση του πετρελαίου).

Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση για πετρέλαιο θέρμανσης. Συνοψίζοντας το ΚΕΠΕ αναφέρει ότι, ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων, δηλαδή τα χαμηλά επίπεδα των τιμών διάθεσης, το μέγεθος της προηγούμενης αποθεματοποίησης, οι επιδράσεις από τα περιοριστικά μέτρα , οι μεταβολές στο σύστημα διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, καθώς και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, αποτελούν τα δεδομένα που θα διαμορφώσουν την αγορά, τουλάχιστον κατά τους αρχικούς μήνες διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης.

   Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου 2019/2020

   Πιο αναλυτικά, για να γίνει η σύγκριση μεταξύ 2019 και 2020 αναφέρεται ότι η προηγούμενη περίοδος διάθεσης πετρελαίου θέρμανσης που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019 χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερους παράγοντες που επέδρασαν στην αγορά. Ένα βασικό στοιχείο ήταν η σημαντική πτώση της διεθνούς τιμής πετρελαίου, η οποία ξεκίνησε από την αρχή του 2020, αλλά εντάθηκε κυρίως κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο.

Έτσι, ενώ στην αρχή του έτους η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent βρισκόταν λίγο κάτω από τα 70 δολάρια/βαρέλι, μέχρι τις αρχές του Μαρτίου η τιμή έπεσε κάτω από τα 40 δολάρια/βαρέλι και στο τέλος Μαρτίου έφτασε τα 25 δολάρια/βαρέλι. Στη συνέχεια, μετά από μια μικρή άνοδο, στα τέλη Απριλίου οδηγήθηκε στη χαμηλότερη τιμή, λίγο πάνω από τα 20 δολάρια/βαρέλι. Τελικά, η τιμή του Brent ανέκαμψε και από το τέλος Ιουνίου μέχρι σήμερα κυμαίνεται στα επίπεδα των 40 δολαρίων/βαρέλι. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πτωτική πορεία της διεθνούς τιμής είχε άμεση επίδραση και στις εγχώριες τιμές των καυσίμων και κατ’ επέκταση στη ζήτηση.

Εξαιτίας των μειωμένων τιμών διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης τον Απρίλιο και της αυξημένης ζήτησης που προκάλεσαν, αποφασίστηκε η παράταση της λήξης της περιόδου διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, αρχικά μέχρι τις 15 Μαΐου και τελικά μέχρι τις 31 Μαΐου. Ο στόχος ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους καταναλωτές να εκμεταλλευτούν τις μειωμένες τιμές και να προμηθευτούν ποσότητες καυσίμου που θα είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν στην επόμενη περίοδο (αποθεματοποίηση). Ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή συνέβαλε και στην τόνωση της αγοράς των πετρελαιοειδών, η οποία είχε πληγεί ιδιαίτερα από την πτώση των πωλήσεων καυσίμων κίνησης, ως αποτέλεσμα των έκτακτων μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος έξαρσης της πανδημίας.

   Εξέλιξη τιμών πετρελαίου θέρμανσης

   Όπως αναφέρθηκε, η σημαντική πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, στην αρχή του έτους, επηρέασε σημαντικά τις τιμές των καυσίμων στην εγχώρια αγορά. Πιο συγκεκριμένα, η διάθεση του πετρελαίου θέρμανσης ξεκίνησε με μέση τιμή μετά φόρων (τελική τιμή καταναλωτή) 1.042 ευρώ/χιλιόλιτρο τον Οκτώβριο του 2019 και αντίστοιχη τιμή προ φόρων 551 ευρώ/χιλιόλιτρο. Οι τιμές ακολούθησαν ελαφρά αυξητική πορεία μέχρι και τον Ιανουάριο του 2020 και στη συνέχεια, από τον Φεβρουάριο, οι μέσες εγχώριες τιμές παρουσίασαν πτωτική τάση, επηρεασμένες από την αντίστοιχη πορεία της διεθνούς τιμής.

Έτσι, τον Μάιο του 2020, η μέση τελική τιμή έφτασε στα 741 ευρώ/χιλιόλιτρο και η αντίστοιχη τιμή προ φόρων στα 312 ευρώ/χιλιόλιτρο. Βάσει αυτών, η τιμή προ φόρων παρουσίασε πτώση 43% από την αρχή της περιόδου, ενώ η αντίστοιχη μείωση της τελικής τιμής ήταν 29%. Αυτή η διαφορά στη μεταβολή της τιμής προ και μετά φόρων οφείλεται στο γεγονός ότι ο ΕΦΚ αποτελεί σταθερό φόρο και συνεπώς, όσο μειώνεται η τιμή προ φόρων, το ποσό του ΕΦΚ παραμένει σταθερό, με αποτέλεσμα να αυξάνει το μερίδιο συμμετοχής του στην τελική τιμή. Σε αυτό προστίθεται και η επίδραση του ΦΠΑ, που ως ποσοστιαίος φόρος επιβαρύνει και τον ΕΦΚ.

   Έτσι, στην έναρξη της περιόδου, το ποσοστό του ΕΦΚ στην τελική τιμή ήταν 27% και το συνολικό ποσοστό των φόρων ήταν της τάξης του 47%. Αντίστοιχα, στη λήξη της περιόδου διάθεσης, η πτώση των τιμών οδήγησε σε αύξηση του μεριδίου συμμετοχής του ΕΦΚ στην τελική τιμή στο 38%, καθώς και του ποσοστού των φόρων στο σύνολό τους στο 58%.

   Σε ό,τι αφορά το σύνολο της περιόδου Οκτωβρίου 2019 – Μαΐου 2020, η μέση τιμή μετά φόρων ανήλθε στα 956 ευρώ/χιλιόλιτρο και η μέση τιμή προ φόρων στα 483 ευρώ/χιλιόλιτρο. Το μέσο ποσοστό του ΕΦΚ στην τελική τιμή για όλη την περίοδο ήταν 29% και το μερίδιο των φόρων συνολικά ήταν 49%. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές της περιόδου 2019/2020 παρουσίασαν μείωση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο διάθεσης Οκτωβρίου 2018 – Απριλίου 2019. Συγκεκριμένα, η τιμή προ φόρων μειώθηκε κατά 16% και η τελική τιμή κατά 11% συγκριτικά με τις τιμές της περιόδου 2018/2019, που ήταν 573 ευρώ/χιλιόλιτρο και 1.070 ευρώ/χιλιόλιτρο, αντίστοιχα.

    Εξέλιξη πωλήσεων πετρελαίου θέρμανσης και έσοδα από ΕΦΚ

   Όπως ήταν αναμενόμενο, η πτώση της τελικής τιμής του πετρελαίου θέρμανσης, που ξεκίνησε από τον Μάρτιο και εντάθηκε κυρίως τον Απρίλιο και τον Μάιο, οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων, παρά το ότι η ανάγκη των νοικοκυριών για θέρμανση μειωνόταν.

   Οι καταγεγραμμένες πωλήσεις του Απριλίου 2020 αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και ανήλθαν σε 342 χιλιάδες χιλιόλιτρα. Μάλιστα, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες πωλήσεις του Απριλίου 2019 που ήταν περίπου 87 χιλιάδες χιλιόλιτρα, παρουσίασαν αύξηση 295%. Αυτό φυσικά οδήγησε και σε ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων του κράτους από τον ΕΦΚ.

   Με αφορμή αυτήν την άνοδο στη ζήτηση, αποφασίστηκε να δοθεί παράταση στη διάθεση του πετρελαίου θέρμανσης για έναν ακόμα μήνα συνολικά, δηλαδή μέχρι και το τέλος Μαΐου, ώστε να επωφεληθούν οι καταναλωτές από τις χαμηλές τιμές και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η αγορά. Έτσι, πολλοί καταναλωτές προχώρησαν σε αποθεματοποίηση ποσοτήτων πετρελαίου για χρήση κατά τη χειμερινή περίοδο 2020/2021.

Οι πωλήσεις του Μαΐου ξεπέρασαν τα 140 χιλιάδες χιλιόλιτρα, ποσό ιδιαίτερα υψηλό για την περίοδο, έστω και εάν υπολείπεται των πωλήσεων του Απριλίου. Τέλος, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019/2020, οι συνολικές πωλήσεις ανήλθαν σε 1.644 χιλιόλιτρα και τα κρατικά έσοδα από τον ΕΦΚ εκτιμώνται σε 460 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά είναι αυξημένα κατά 27% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο 2018/2019.