Δεν έχουν τέλος οι ανατιμήσεις στα υγρά καύσιμα, ορίζοντας πλέον μια νέα πραγματικότητα για τις μετακινήσεις, των παραθεριστών εν προκειμένω, τις μεταφορές αλλά και το κόστος των τελικών προϊόντων.
Μπορεί η τιμή της αμόλυβδης να μην έχει σπάσει το φράγμα των δύο ευρώ το λίτρο, αλλά ήδη το κόστος μετακίνησης είναι ακριβό θυμίζοντας τις εποχές της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Οι οδηγοί «σηκώνουν το πόδι από το γκάζι», περιορίζουν τις μετακινήσεις όσο είναι δυνατόν και επιστρέφουν στα μέσα μεταφοράς εν μέσω καύσωνα, αλλά δεν μπορούν να αποφύγουν εντελώς την επιβάρυνση.
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο υγρών καυσίμων για χθες Τετάρτη 2 Ιουλίου, η μέση πανελλαδικά τιμή της αμόλυβδης έφτασε τα 1,959 ευρώ/λίτρο, ενώ για την 100άρα τα 2,135 ευρώ/λίτρο.
Οι τιμές στα νησιά έχουν ξεπεράσει τα 2 ευρώ καθιστώντας πολύ ακριβές τις μετακινήσεις των τουριστών.
Οι υψηλότερες µέσες τιµές καταγράφηκαν στον νοµό Κυκλάδων (2,337 ευρώ/λίτρο), στον νοµό ∆ωδεκανήσου (2,234 ευρώ/λίτρο), στον νοµό Λευκάδας (2,189 ευρώ/λίτρο), στον νοµό Κεφαλληνίας (2,211 ευρώ/λίτρο) και στον νοµό Ευρυτανίας (2,252 ευρώ/ λίτρο).
Στην Αττική η µέση τιµή στις 2 Αυγούστου ήταν για την «100άρα» 2,123 ευρώ/ λίτρο και στη Θεσσαλονίκη 2,106 ευρώ/λίτρο.
Δείτε εδώ αναλυτικά τις τιμές των καυσίμων ανά νομό
Το χειρότερο είναι ότι οι σχετικές προβλέψεις παραγόντων της αγοράς δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας και για το επόμενο διάστημα.
Το βασικό κόστος των καυσίμων είναι εισαγόμενο καθώς οι πετρελαιοπαραγωγοί δεν αύξησαν την παραγωγή λόγω ύφεσης και τώρα που η ζήτηση μεγαλώνει διεθνώς λόγω διακοπών, υπάρχει τεχνητή άνοδος τιμής, αφού πρόκειται για χρηματιστηριακό προϊόν.
Οι καθημερινές ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές δεν διευκολύνουν τη σταθεροποίηση. Τα ελληνικά διυλιστήρια πωλούν καύσιμα σύμφωνα με τις διεθνείς τιμές, που παγιώνονται σε υψηλά επίπεδα για όλο τον Αύγουστο».
Σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια στις τιμές των καυσίμων στην Ευρωζώνη, καθώς βρίσκεται στη δεύτερη θέση της ακρίβειας μετά την Ολλανδία, όπου όμως τα εισοδήματα είναι πολύ υψηλότερα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση της ακρίβειας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, πίσω από την Ολλανδία και τη Δανία όπου κι εκεί τα εισοδήματα είναι πολύ υψηλότερα.
Η χώρα μας έχει από τους υψηλότερους φόρους στα καύσιμα σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Ο Φ.Π.Α. στα υγρά καύσιμα από 01-06-2016 ανέρχεται στο 24%.
Ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) σε βενζίνες και πετρέλαια διαμορφώνεται σε 700 και 410 ευρώ ανά 1.000 λίτρα από το 2017 και μετά που ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις.
Ο συντελεστής ΕΦΚ στο υγραέριο διαμορφώνεται σε 430 ευρώ τα 1.000 κιλά από την ίδια εκείνη χρονιά.
Βεβαίως οι υψηλές τιμές των καυσίμων στηρίζουν τα δημόσια έσοδα όπως φαίνεται από την συνολική φορολογία που εφαρμόζεται κατά την πώληση των συγκεκριμένων προϊόντων.
Άδικα κατηγορείται ο κλάδος μας λένε οι πρατηριούχοι
Με χρονοκαθυστέρηση και όχι σε συντονισμό με τις διυλιστηριακές τιμές λειτουργεί η αγορά στα πρατήρια καυσίμων σχολιάζει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριουχων Εμπόρων Καυσίμων, απαντώντας σε κατηγορίες ότι τα πρατήρια ευθύνονται για την απότομη αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «προς ορθή ενημέρωση των πολιτών, παραθέτουμε τον ακόλουθο πίνακα με επίσημα πρόσφατα στοιχεία που αντλήθηκαν από το υπουργείο Ανάπτυξης (Παρατηρητήριο τιμών υγρών καυσίμων) και την Γενική Γραμματεία Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή για να αποτυπώσουμε δείγμα των ρυθμών προσαρμογής».
Όπως υποστηρίζει η ΠΟΠΕΚ, τα πρατήρια «διαμορφώνουν διαχρονικά τις λιανικές τιμές τους με χρονοκαθυστέρηση στην άνοδο και στην πτώση διότι έτσι επιτάσσουν οι κανόνες της ανταγωνιστικής αγοράς και όποιος αμερόληπτος παρακολουθεί την αγορά θα αντιληφθεί ότι στο σύνολο η καθυστέρηση της ανόδου των τιμών είναι μεγαλύτερη από την πτώση και μάλιστα ορισμένες φορές απορροφάται η άνοδος όταν οι τιμές γυρίσουν χαμηλά σε σύντομο χρονικό διάστημα».
«Ο κλάδος μας άδικα κατηγορείται ενώ εξακολουθεί να μάχεται για την νόμιμη λειτουργία της αγοράς», σημειώνει η ΠΟΠΕΚ.
«Ασφαλώς το μείζον μέλημα του κράτους πρέπει να είναι η νόμιμη διακίνηση των καυσίμων και η εξάλειψη της παραβατικότητας, που επιβαρύνει πολλαπλώς τον καταναλωτή, το κράτος και τους οικογενειάρχες πρατηριούχους», καταλήγει η ανακοίνωση.