Στις κινήσεις που πρέπει να γίνουν έως την επίσημη έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει και πάλι να σταθεί στα πόδια της, αναφέρεται ο πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νικόλαος Καραμούζης σε εκτενές άρθρο του στη Wall Street Journal.
Όπως τονίζει εξάλλου, οι κινήσεις που θα γίνουν στο διάστημα που μεσολαβεί έως τη λήξη του προγράμματος διάσωσης τον Αύγουστο, είναι αυτές που θα καθορίσουν τα αν η Ελλάδα μπορεί πράγματι να διαχειριστεί μία καθαρή και βιώσιμο έξοδο.
Όπως σημειώνει, καθώς η χώρα οδεύει και επισήμως προς την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης το προσεχές καλοκαίρι, το κύριο ερώτημα είναι εάν μπορεί να σταθεί στα πόδια της και αν η πολιτική ηγεσία του τόπου έχει διδαχθεί από τα την τραγική εμπειρία των τελικών ετών. “Δεν φαίνεται να είναι όλοι σίγουροι” να απαντήσουν επ’ αυτών, αναφέρει ο κ. Καραμούζης.
Ορισμένοι αξιωματούχοι που ανησυχούν για τη μεταβατική περίοδο, θέλουν η χώρα να εξοπλιστεί με κάποιου είδους προληπτική πιστωτική γραμμή, ή θέλουν να εξασφαλίσουν τουλάχιστον ότι η κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει ένα επαρκές “μαξιλάρι” ρευστότητας – κοντά στα 20 δισ. ευρώ – σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν μπορέσει να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές. “Αλλά ένα νέο επίσημο πρόγραμμα, όμως, που στην ουσία θα επιφέρει η έγκριση επίσημης προληπτικής πιστωτικής γραμμής, μπορεί να εκληφθεί από τις διεθνείς αγορές ως ένδειξη ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμα σε θέση να βάλει σε τάξη τα του οίκου της.”, αναφέρει ο κ. Καραμούζης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η πραγματική πρόκληση για την Ελλάδα είναι να τονώσει την εκκολαπτόμενη οικονομική ανάκαμψη και παράλληλα να ενισχύσει την αξιοπιστία των ακολουθούμενων πολιτικών και την εμπιστοσύνη των αγορών. “Μόνο η βιώσιμη ανάπτυξη, οι μεταρρυθμίσεις, ένα περιβάλλον φιλικό προς την αγορά και τις επιχειρήσεις και η τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, μπορούν να το επιτύχουν αυτό”, τονίζει.
Η προσέγγιση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης της δημόσιας γης, μεγάλης έκτασης ιδιωτικοποιήσεις, μια ριζική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, ένα ελκυστικό πλαίσιο για ξένες επενδύσεις και μία αναπτυξιακή φορολογική και συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση.
Όπως τονίζει ο κ. Καραμούζης, το πρώτο βήμα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός αξιόπιστου και φιλικού προς τις επιχειρήσεις εθνικού αναπτυξιακού και μεταρρυθμιστικού σχεδίου, που θα βασίζεται σε ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η βιώσιμη αναζωογόνηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει ένα λεπτομερές χρονοδιάγραμμα και ένα κατάλογο προτεραιοτήτων.
“Παράλληλα και οι τράπεζες θα πρέπει να καθησυχάσουν τους επενδυτές ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι υγιές (…) η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει προς τα μπρος όσο πλανώνται αμφιβολίες αναφορικά με την οικονομική ευρωστία των τραπεζών της” επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
Για να μειωθεί περαιτέρω η ανασφάλεια της αγοράς, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να αποφασίσουν για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, εντός του α’ εξαμήνου του 2018, σύμφωνα με τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους.
Επίσης, κατά το ίδιο διάστημα, το ΔΝΤ θα πρέπει να διατηρήσει την ανάμειξή του στο πρόγραμμα, καθώς με βάση τα όσα αναφέρει ο κ. Καραμούζης, οι αγορές θα θέλουν να δουν το ΔΝΤ να συμφωνεί με την αναδιάρθρωση του χρέους και με την φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος μετά τα stress tests.
Επιπρόσθετα, τόσο η ελληνική κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, θα πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους για την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της χώρας (…) οποιαδήποτε συζήτηση για την αναθεώρηση των στόχων ή την αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος θα πρέπει να αναβληθεί μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη των αγορών.
Τέλος, η Ελλάδα πρέπει να άρει όλους τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας.
Η ιδανική στρατηγική για την Ελλάδα θα ήταν αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συνεργαζόντουσαν στενά τους επόμενους μήνες, ώστε να επιτευχθεί μία “καθαρή” έξοδος από το πρόγραμμα και η επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα. Η πρόσφατη βελτίωση μπορεί να αντιστραφεί πολύ γρήγορα με ανεύθυνες πολιτικές. Η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη είναι εύθραυστες και πρέπει να ισχυροποιηθούν.