Η έκθεση της Κομισιόν αναγνωρίζει τη σωστή κατεύθυνση και τη σημαντική συμβολή των μέτρων στήριξης που έλαβε και εξακολουθεί να λαμβάνει καθ’ όλη την διάρκεια της κρίσης η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών, σχολιάζοντας τις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Όπως σημειώνει, η έκθεση προβλέπει για την Ελλάδα ύφεση 10% το 2020, που είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού, που την τοποθετούν στο 10,5%.

Προσθέτει επίσης ότι η Ελλάδα, το 2021, μετά το πέρας της πανδημίας, αναμένεται να σημειώσει ανάκαμψη (3,5%), στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωζώνης (3,8%), ενώ το 2022 εκτιμάται ότι θα σημειώσει από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, της τάξης του 5%. Ανάπτυξη, η οποία θα είναι υψηλότερη σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (3,5%), αλλά και πολύ υψηλότερη έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2022 (3,8% στην Ευρωζώνη).

Ειδικότερα στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει:

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σήμερα στη δημοσιοποίηση των χειμερινών προβλέψεων για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στις εκτιμήσεις αυτές αποτυπώνεται ο αντίκτυπος της συνεχιζόμενης υγειονομικής κρίσης στους βασικούς οικονομικούς δείκτες των χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως προκύπτει από την Έκθεση, η παρατεταμένη, και πέραν του αναμενόμενου, διάρκεια της πανδημίας και των περιορισμών που επιφέρει στην κινητικότητα και τη λειτουργία των οικονομιών, θα έχει μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομίες που εμφανίζουν υψηλότερη εξάρτηση από τον τομέα των υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αυτό θα οδηγήσει σε καθυστερημένη, αλλά αυξανόμενα ισχυρότερη ανάκαμψη σε αυτές τις χώρες.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, από τις προβλέψεις της Επιτροπής, οι οποίες τελούν υπό την αίρεση μελλοντικών αναθεωρήσεων, μπορούν να εξαχθούν τα εξής χρήσιμα συμπεράσματα:

1ον. Η ύφεση στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 10% το 2020, ήτοι χαμηλότερα σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού, που την τοποθετούν στο 10,5%.

2ον. Η Ελλάδα δεν θα εμφανίσει τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρώπη, όπως επανειλημμένως διαμηνύει και ενδόμυχα επιθυμεί η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Υπενθυμίζεται ότι ο Αρχηγός της, ο κ. Τσίπρας, τον περασμένο Ιούλιο, πολύ πριν από το δεύτερο κύμα της πανδημίας, έκανε λόγο για ύφεση που θα πλησιάσει το 12% το 2020. Η επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων της Κομισιόν για την ύφεση στη χώρα μας το 2020, οφείλεται στην παράταση των δύσκολων συνθηκών στο υγειονομικό επίπεδο και στην επιδείνωσή τους, που οδήγησε σε νέους αυστηρούς περιορισμούς στην οικονομία, αλλά και στην ισχυρή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμό και εστίαση). Ισχυρότερη από κάθε άλλη χώρα, όπως προκύπτει από το κείμενο των προβλέψεων, όπου η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία πτώση στον τομέα του τουρισμού, εξαιτίας και της μεγαλύτερης εξάρτησης από αυτόν.

3ον. Η Ελλάδα, το 2021, μετά το πέρας της πανδημίας, αναμένεται να σημειώσει ανάκαμψη (3,5%), στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωζώνης (3,8%).

4ον. Η Ελλάδα, το 2022, εκτιμάται ότι θα σημειώσει από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, της τάξης του 5%. Ανάπτυξη, η οποία θα είναι υψηλότερη σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (3,5%), αλλά και πολύ υψηλότερη έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2022 (3,8% στην Ευρωζώνη).

5ον. Η έκθεση αναγνωρίζει τη σωστή κατεύθυνση και τη σημαντική συμβολή των μέτρων στήριξης που έλαβε και εξακολουθεί να λαμβάνει καθ’ όλη την διάρκεια της κρίσης η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται:

– Η ανεργία διαμορφώθηκε στο 16,7% τον Οκτώβριο του 2020, ήτοι σε αντίστοιχα επίπεδα με τα περυσινά.
– Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης ενίσχυσαν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.

6ον. Οι προβλέψεις δεν ενσωματώνουν την επίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η υλοποίηση του οποίου, όπως σημειώνεται και στην έκθεση, θα μπορούσε να δώσει ισχυρή ώθηση στην εγχώρια ζήτηση. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα έχει λαμβάνειν το μεγαλύτερο ποσοστό επιδοτήσεων σε σχέση με το ΑΕΠ της από το Ταμείο Ανάκαμψης, γίνεται αντιληπτό ότι τα περιθώρια ανοδικών μελλοντικών αναθεωρήσεων είναι μεγάλα. Περιθώρια που μπορεί να επεκταθούν περαιτέρω από τον σταδιακό έλεγχο της υγειονομικής κρίσης, ο οποίος θα επιτρέψει την ανάκαμψη της τουριστικής αγοράς.

Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, το Υπουργείο Οικονομικών, έγκαιρα και μεθοδικά, έχει υλοποιήσει και υλοποιεί, μέσα σε ένα χρόνο, δημοσιονομικά μέτρα και μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ (24 δισ. ευρώ το 2020 και 5,9 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο του 2021), με στόχο να στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όλα αυτά, κάνοντας συνετή χρήση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας, που παραμένουν σε ασφαλή επίπεδα. Ενώ, εάν είχαμε ακολουθήσει την ακατάσχετη πλειοδοσία στην οποία επιδίδεται η Αντιπολίτευση, θα είχαμε οδηγηθεί σε άδεια ταμεία.

Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναδεικνύουν τη σημασία της επαρκώς διαφοροποιημένης διάρθρωσης της οικονομίας, προκειμένου αυτή να είναι λιγότερο ευάλωτη σε μελλοντικά εξωγενή, συμμετρικά σοκ, όπως αυτό της πανδημίας του κορονοϊού.

Το Υπουργείο Οικονομικών, από την πρώτη στιγμή και σε αντίθεση με την προηγούμενη Κυβέρνηση, υλοποιεί ένα κατάλληλο μείγμα οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να αυξηθούν τα συγκεντρωτικά πλεονεκτήματα της χώρας, να μειωθεί η υπερ-εξάρτηση από κλάδους υπηρεσιών και η οικονομία να είναι πιο ανθεκτική σε κλαδικά σοκ. Κάνουμε αυτά που για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένουν άγνωστες λέξεις.

Ενίσχυση του συστήματος υγείας, προσέλκυση επενδύσεων, αύξηση ανταγωνιστικότητας, στήριξη επιχειρηματικότητας και μισθωτής εργασίας.