«Η ελληνική οικονομία εμφανίζει την εικόνα ενός παιδιού που μπουσουλάει, αλλά δεν μπορεί ακόμη να περπατήσει», επισήμανε στη διάρκεια σημερινής συνέντευξης τύπου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, σημειώνοντας ότι στο δεύτερο τρίμηνο φέτος ο ρυθμός ανάπτυξής της διαμορφώθηκε στο 1,9%, ενώ διατύπωσε την εκτίμησ ότι το 2019 θα κλείσει κοντά στο 2%.

Στο πλαίσιο αυτό, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του, λέγοντας ότι με ανάπτυξη 2% στο σύνολο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση δύσκολα θα μπορέσει να υποστηρίξει το στόχο που έχει τεθεί για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Κατά την τοποθέτησή του, λέγοντας ότι τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αφορούν ακόμη μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2019, ο κ. Αγρείτης επισήμανε:

«Η κυβέρνηση σκέφτεται να προχωρήσει σε μείωση της φορολογίας, κυρίως των επιχειρήσεων με στόχο να δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία. Δυστυχώς όμως αυτό δεν θα πετύχει».

Αυτό, γιατί όπως ο ίδιος πρόσθεσε, «η μείωση των φόρων δεν οδηγεί τις επιχειρήσεις σε επενδύσεις, ούτε και σε αύξηση της κατανάλωσης απο πλευράς των πολιτών, αφού αμφότεροι θα κοιτάξουν πρώτα να ρυθμίσουν τα χρέη που έχουν».

Ο κ. Αγρείτης είπε ότι είναι “θετική η μείωση της φορολογίας”, ωστόσο τόνισε ότι “είναι συζητήσιμο το κατά πόσο θα οδηγήσει σε αναπτυξιακό όφελος της ελληνικής οικονομίας”.

Μεταξύ άλλων, ο ίδιος τόνισε ότι «περιμένουμε να ακούσουμε από την ελληνική κυβέρνηση το σχέδιο και όραμά της για την κλαδική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας”, ενώ σημείωσε ότι “αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η κυβέρνηση δημιουργεί ένα περιβάλλον φιλοεπενδυτών και όχι φιλοεπενδυτικό. Ελπίζουμε και οι παρεμβάσεις στα θέματα τα εργασιακά να μην εντάσσονται στη δημιουργία περιβάλλοντος φιλοεπενδυτών».

Φαίνεται ότι επανέρχεται η θεσμική κανονικότητα

Τη θέση του ότι η πρόσφατη συνάντηση των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη φαίνεται να οδηγεί σε επαναφορά της “χαμένης” θεσμικής κανονικότητας, εξέφρασε από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, ασκώντας σκληρή κριτική στους χειρισμούς της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης.

«Βιώσαμε ακροδεξίες πρακτικές επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», επισήμανε ο κ. Παναγόπουλος, προσθέτοντας «προέβησαν σε απαράδεκτες ενέργειες και αποτέλεσαν στη διάρκεια της θητείας τους τους καλύτερους υπηρέτες των συμφερόντων του κεφαλαίου».

Τονίζοντας πάντως ότι και την τρέχουσα κυβέρνηση της ΝΔ «θα την κρίνουμε από τα έργα της και όχι από αυτά που λένε», ο κ. Παναγόπουλος σημείωσε ότι η ΓΣΕΕ είναι έτοιμη για «σύγκρουση εφόσον θιγεί εκ νέου η εργατική τάξη” και σημείωσε ‘εμείς θα εξαντλήσουμε σαν ΓΣΕΕ το θεσμικό μας ρόλο και παρά τη συμπεριφορά τους θα συναντηθούμε με την αντιπολίτευση εφόσον το ζητήσει».

Σημείωσε «η προηγούμενη κυβέρνηση μας είχε βάλει σε μια γωνιά και έτσι μπόρεσαν να προχωρήσουν στην αποδόμηση του ρυθμιστικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων οι της προηγούμενης κυβέρνησης” και πρόσθεσε, “ελλείψει ισχυρών συνδικάτων οι εργοδότες βρήκαν παπά και θέλουν να θάψουν και τους ζωντανούς».

Διευκρίνισε δε, ότι «οι πιο επιθετικοί εργοδότες ήταν οι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίοι πλέον κάνουν πάρτι στον τομέα της αδήλωτης και κρυφής εργασίας, με το 55% των εργαζομένων να είναι μερικής απασχόλησης και χωρίς να ξέρουμε τι κρύβεται από πίσω».

Στο πλαίσιο αυτό σημείωσε, “αν θέλουν να μας κάνουν Βουλγαρία, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη” και ανέφερε ότι τα “καυτά θέματα που τρέχουν είναι «όχι οι απολύσεις, αλλά οι αλλαγές στην εργατική νομοθεσία που προετοιμάζονται, το Ηλεκτρονικό Μητρώο και την εκμετάλλευση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από εργοδότες, με την περαιτέρω ελαστικοποίηση των όρων εργασίας στις Ζώνες Βιομηχανίας και Εμπορίου που προτείνει ο ΣΒΕ που μεγάλωσε και έγινε κοινωνικός εταίρος».

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Παναγόπουλος στη δημιουργία Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου, τονίζοντας ότι «ιδίως οι νέοι εργαζόμενοι, μετά την κατάρρευση των Επικουρικών Ταμείων κατά τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχουν επικουρική ασφάλιση». Ξεκαθάρισε ότι το ταμείο αυτό θα συσταθεί και θα λειτουργήσει και υπενθύμισε ότι «θα ήταν έτοιμο από την 1/1/2020, αν δεν είχε υπάρξει η παρέμβαση του ΚΚΕ που εμπόδισε τη διενέργεια του συνεδρίου της ΓΣΕΕ».

Αναγνωρίζοντας το “κενό” που υπάρχει στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση και τονίζοντας ότι “πλέον τα συνδικάτα έχουν “χάσει τη δυναμική τους”, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ μίλησε με σκληρά λόγια κατά του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ, αναφερόμενος στην ακύρωση – σε Ρόδο και Καλαμάτα – του συνεδρίου της συνομοσπονδίας.

«Η ΓΣΕΕ δεν βρίσκεται και στην καλύτερη φάση της μετά τις τραμπούκικες και ακροδεξιές τακτικές του ΚΚΕ και του συνδικαλιστικού της βραχίονα, που απαγόρευσε στα συνδικάτα να έχουν ανεξάρτητη δράση», υπογράμμισε ο κ. Παναγόπουλος, ξεκαθαρίζοντας «το συνέδριο της ΓΣΕΕ θα γίνει και θα είναι μέρα μεσημέρι.Ας όψονται λοιπόν οι καλύτεροι υπηρέτες του κεφαλαίου. Γιατί αυτοί είναι κατ’ επάγγελμα εργατοπατέρες με κομματικά βιβλιάρια. Ζητάμε από την κυβέρνηση να προστατεύσει το συνέδριο της ΓΣΕΕ».

Αναφερόμενος στο συλλαλητήριο της ΓΣΕΕ για το Σάββατο 7/9 στις 18.00 ο κ. Παναγόπουλος είπε «είμαστε εδώ για να διεκδικούμε για τους εργαζόμενους και όχι για να χαϊδεύουμε αυτιά». Θέτοντας το πλαίσιο των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ, τόνισε ότι είναι ίδιο, είναι συγκεκριμένο και απλό και αφορά σε: επαναφορά πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επεκτασιμότητα κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας».

Από την πλευρα του ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ, Νίκος Κιουτσούκης, υπογράμμισε ότι «αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει διάλογος με τα συνδικάτα και όχι “να αποφασίζουν χωρίς εμάς για εμάς, όπως γινόταν τα προηγούμενα τεσσεράμισι χρόνια».

Ο αντιπρόεδρος της ΓΣΕΕ, Θάνος Βασιλόπουλος επισήμανε «είμαστε στη γωνία επειδή εκεί μας έβαλε η προηγούμενη κυβέρνηση’ και πρόσθεσε “έρχεται όμως συνέχεια του προηγούμενου, μην κάνουμε το λάθος και δεν το δούμε έγκαιρα. Πρέπει να είμαστε αυστηροί στα θέματα που έρχονται».