Αβέβαιη και επισφαλής παραμένει η κατάσταση και η προοπτική της ελληνικής οικονομίας, παρά τη μικρή, αλλά αισθητή επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσής της, το 2019 (κατ’ εκτίμηση ελαφρά άνω του 2%) και την αναμενόμενη συνέχισή της το 2020, όπως προκύπτει από το 3ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, που δίνει στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), στο πλαίσιο της συστηματικής παρακολούθησης και ανάλυσης της τρέχουσας κατάστασης και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με το 3ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, η αβεβαιότητα ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών δυνατοτήτων και της διατηρησιμότητας των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας απεικονίζεται στο ισοζύγιο των θετικών και των αρνητικών παραγόντων, που δυνητικά θα την επηρεάσουν το επόμενο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και αντιξοοτήτων, ευκαιριών και προκλήσεων, η ασκούμενη οικονομική πολιτική επιχειρεί να δώσει νέα ώθηση στην οικονομία, εστιάζοντας, κυρίως, στις επενδύσεις και στα μεγάλα περιθώρια επέκτασής τους.

Παράλληλα, καθώς η ελληνική οικονομία αναζητά τη σταθερή και διατηρήσιμη ανάκαμψή της στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές, η πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι σημαντικός παράγοντας επίδρασης. Όπως τονίζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η κλιμακούμενη ανησυχία σχετικά με τις οικονομικές συνέπειες της εξάπλωσης του κοροναϊού και το Brexit έχουν προσθέσει σημαντικούς βαθμούς αβεβαιότητας.

Τα βασικά συμπεράσματα του 3ου Δελτίου Οικονομικών εξελίξεων έχουν, ως εξής:

Η μακροδυναμική της οικονομίας: Θετικό πρόσημο με σύνθετες αβεβαιότητες

Εξετάζοντας τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, παρατηρείται ότι αυτές αυξήθηκαν, ετησίως, 1% σε όγκο, το εννεάμηνο του 2019, έναντι κάμψης τους κατά 6,2%, την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Δεδομένου ότι, το δ’ τρίμηνο του 2019, οι επενδύσεις ξεκινούν από πολύ χαμηλή βάση (το δ’ τρίμηνο του 2018 σημείωσαν ετήσια κάμψη 26%) και, παράλληλα, καταγράφεται βελτίωση των δεικτών εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία το ίδιο διάστημα (ετήσια μείωση spread 10ετών κρατικών ομολόγων κατά 57% και βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά 6,8%), είναι λογικό να δημιουργούνται θετικές προσδοκίες για τις επενδύσεις το δ’ τρίμηνο.

Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει την αύξηση του όγκου των επενδύσεων για το σύνολο του 2019 κοντά στο 3-5%, επίδοση, ωστόσο, η οποία θα υπολείπεται και πάλι του επίσημου στόχου για αύξηση 8,8%. Το ζήτημα είναι, εάν μία αύξηση των επενδύσεων το δ’ τρίμηνο του 2019, θα έχει συνέχεια και το 2020, έτος για το οποίο ο επίσημος στόχος είναι ακόμη υψηλότερος (13,4%).

Όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, έχει σημειωθεί τόσο στις εκθέσεις, όσο και στα προηγούμενα Οικονομικά Δελτία, η ανησυχία για τη δυναμική της συγκριτικά με τη μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι τελευταίες ενδείξεις καταγράφουν σημάδια κόπωσης της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης, γιατί, αν και οι πωλήσεις λιανικής αυξήθηκαν κατά 0,5% τον Νοέμβριο του 2019, έναντι του προηγούμενου μήνα, η τάση είναι φθίνουσα. Για το σύνολο του 2019, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 1%, όταν, το 2018, είχε αυξηθεί 1,5%.

Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών, το 11μηνο του 2019, σημειώνουν σημαντική επιβράδυνση από 17,4% το 2018 σε -0,8% και των υπηρεσιών από 10,2% σε 8%. Αν, μάλιστα, δεν διατηρούσαν οι εξαγωγές υπηρεσιών τη δυναμική τους, δεν θα υπήρχε θετική συμβολή των εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ το 2019.

Ωστόσο, οι εξαγωγές υπηρεσιών, οι μεταφορές και ο τουρισμός, είναι πιθανόν να σημειώσουν αρνητικές διακυμάνσεις το επόμενο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της επίδρασης του κοροναϊού. Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετη αβεβαιότητα, καθώς οι καθαρές εξαγωγές ήταν ένας παράγοντας με θετικό ρόλο στη μεγέθυνση της οικονομίας.

Παρά ταύτα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να μεγεθύνεται, προχωρώντας αντίθετα στο παγκόσμιο ρεύμα. Η προοπτική της το επόμενο χρονικό διάστημα θα εξαρτηθεί από ένα πλέγμα θετικών και αρνητικών εξελίξεων.