Τα τελευταία δεδομένα της έρευνας PMI® υπέδειξαν μείωση στον ελληνικό τομέα μεταποίησης τον Οκτώβριο, καθώς οι λειτουργικές συνθήκες επέστρεψαν σε πλαίσια συρρίκνωσης.
Η συνολική μείωση ήταν κυρίως αποτέλεσμα της εκ νέου μείωσης της παραγωγής και της σφοδρότερης υποχώρησης των νέων παραγγελιών, καθώς η ζήτηση τόσο από τους εγχώριους πελάτες όσο και από τους πελάτες του εξωτερικού μειώθηκε.
Κατά συνέπεια, το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό του τομέα αυξήθηκε και οι εταιρείες μείωσαν και πάλι τον αριθμό εργαζομένων. Παρ΄ όλ΄ αυτά, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε λόγω της ελπίδας για λήξη της πανδημίας. Εν τω μεταξύ, οι επιβαρύνσεις κόστους αυξήθηκαν σταθερά και με ταχύτερο ρυθμό λόγω των ελλείψεων από πλευράς των προμηθευτών. Οι εταιρείες προσπάθησαν επισταμένως να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος, καθώς οι ανταγωνιστικές πιέσεις προκάλεσαν τη μείωση των τιμών πώλησης.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών.
Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα. Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών έκλεισε στις 48.7 μονάδες τον Οκτώβριο, τιμή χαμηλότερη από τις 50,0 μονάδες του Σεπτεμβρίου, υποδεικνύοντας οριακή επιδείνωση της υγείας του ελληνικού τομέα παραγωγής αγαθών.
Ο τομέας έχασε και πάλι τη δυναμική του προς την ανάκαμψη, καθώς οι επιπτώσεις της αναζωπύρωσης της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19) μείωσαν τη ζήτηση.
Η παραγωγή συρρικνώθηκε για έβδομη φορά τους τελευταίους οκτώ μήνες στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα, καθώς οι εταιρείες δυσκολεύτηκαν να ενισχύσουν τις πωλήσεις λόγω των ασθενών συνθηκών ζήτησης. Παρ΄ ότι σε γενικές γραμμές μέτριος, ο ρυθμός μείωσης ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Μάιο.
Η ταχύτερη μείωση των νέων παραγγελιών συνέβαλε στη μείωση της παραγωγής τον Οκτώβριο. Οι εταιρείες ανέφεραν ότι η μείωση ήταν απόρροια της αναζωπύρωσης των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην Ευρώπη, η οποία επηρέασε αρνητικά τις συνθήκες ζήτησης, κυρίως στον τομέα τροφίμων. Κατά συνέπεια, η ζήτηση από το εξωτερικό περιορίστηκε επίσης, υποχωρώντας με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών.
Παρά την εκ νέου μηνιαία μείωση του όγκου παραγγελιών, οι προβλέψεις των εταιρειών σχετικά με την παραγωγή για το επόμενο έτος βελτιώθηκαν στο ξεκίνημα του τέταρτου τριμήνου. Οι ελπίδες για τη λήξη της πανδημίας COVID-19 και η ανανεωμένη ζήτηση των πελατών ήταν, σύμφωνα με αναφορές, ο λόγος αύξησης της εμπιστοσύνης.
Ως προς τις τιμές, οι επιβαρύνσεις κόστους που αντιμετώπισαν οι παραγωγοί αγαθών αυξήθηκαν με σταθερό ρυθμό τον Οκτώβριο. Ο ρυθμός αύξησης ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο, καθώς το υψηλότερο κόστος πρώτων υλών οδήγησε στην αύξηση των τιμών εισροών.
Οι εταιρείες δεν κατάφεραν, ωστόσο, να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες, καθώς οι ανταγωνιστικές πιέσεις και οι προσπάθειες ενίσχυσης των πωλήσεων οδήγησαν σε περαιτέρω μειώσεις τιμών. Ο ρυθμός μείωσης των τιμών πώλησης ήταν, σε γενικές γραμμές, σταθερός.
Κατ’ αναλογία με τις συνθήκες ασθενέστερης ζήτησης, οι εταιρείες μείωσαν τον αριθμό των εργαζομένων για πρώτη φορά σε διάστημα τριών μηνών. Η μείωση της απασχόλησης συνδέθηκε συχνά με το επιπλέον διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και τις απαραίτητες απολύσεις. Συγχρόνως, ο όγκος ανεκτέλεστων εργασιών μειώθηκε ραγδαία και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα πέντε μηνών.
Τέλος, οι εταιρείες κατέγραψαν περαιτέρω προβλήματα σχετικά με τις προμήθειες, καθώς η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε κατακόρυφα. Τα αποθέματα μειώθηκαν και πάλι, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να μειώσουν το κόστος και τον όγκο των αποθεμάτων. Κατ’ αναλογία με τις μειωμένες νέες παραγγελίες, οι κατασκευαστές μείωσαν στο ελάχιστο τις αγορές εισροών και με τον ταχύτερο ρυθμό σε διάστημα τεσσάρων μηνών.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε:
«Οι επιπτώσεις της συνεχιζόμενης πανδημίας COVID-19 επηρέασαν και πάλι αρνητικά τη ζήτηση από την πλευρά των πελατών τον Οκτώβριο, οδηγώντας εκ νέου τον μεταποιητικό τομέα σε συρρίκνωση. Πολλοί ανέφεραν ότι η μείωση των νέων παραγγελιών στον σημαντικό τομέα τροφίμων και ποτών επηρέασε αρνητικά τη συνολική παραγωγή.
»Η απότομη αύξηση του αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού μείωσε επίσης την ανάγκη πρόσληψης επιπλέον προσωπικού στο ξεκίνημα του τελευταίου τριμήνου. Οι εταιρείες είδαν επίσης τα περιθώρια κέρδους να μειώνονται περαιτέρω, καθώς οι επιβαρύνσεις κόστους αυξήθηκαν με επιταχυνόμενο ρυθμό, ενώ οι τιμές πώλησης υποχώρησαν και πάλι.
»Οι μειώσεις τιμών συνδέθηκαν συχνά με τις ανταγωνιστικές πιέσεις και τις προσπάθειες για τόνωση των πωλήσεων.
»Παρ΄ όλ’ αυτά, οι κατασκευαστές ήταν αισιόδοξοι σχετικά με τις προσδοκίες ως προς την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος. Παρότι οι θετικές προσδοκίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ελπίδας για λήξη της πανδημίας, οι τελευταίες προβλέψεις μας ως προς την ετήσια βιομηχανική παραγωγή αναφέρονται σε μέτρια αύξηση της τάξεως του 2,1% μέσα στο 2021. Καθώς ο τομέας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 4,6% καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, η ανάκαμψη σε επίπεδα προ πανδημίας ενδέχεται να χρειαστεί περισσότερο χρόνο».