Αύξηση παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας (τσιπούρα, λαβράκι) στη χώρα μας, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής (78%- 80%) να κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης της ICAP.
Σύμφωνα με την Ελένη Δεμερτζή, Senior Manager Οικονομικών-Κλαδικών Μελετών της ICAP, ο κλάδος της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας έχει έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό. Απαρτίζεται από ορισμένες μεγάλες καθετοποιημένες επιχειρήσεις-ομίλους που ασχολούνται τόσο με την παραγωγή γόνου όσο και την πάχυνση ψαριών, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου ασχολούνται μόνο με την πάχυνση ψαριών.
Ο εξαγωγικός χαρακτήρας των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών συμβάλλει ουσιαστικά στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, τα δε προϊόντα (τσιπούρα, λαβράκι) «κυριαρχούν» στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ο ανταγωνισμός που δέχεται ο κλάδος από επιχειρήσεις άλλων χωρών και ιδιαίτερα της Τουρκίας (που αναδεικνύεται σε ισχυρό ανταγωνιστή λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής) ενδέχεται να επηρεάζει την τελική τιμή πώλησης των προϊόντων. Ωστόσο τα ελληνικά προϊόντα εξακολουθούν να διαθέτουν δυναμική παρουσία στις ευρωπαϊκές αγορές, λόγω κυρίως των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών-Κλαδικών Μελετών της ICAP, επισημαίνει ότι ο εξεταζόμενος κλάδος στο σύνολό του αντιμετώπιζε επί σειρά ετών σοβαρά οικονομικά προβλήματα, λόγω υπερ-δανεισμού αρκετών επιχειρήσεων και έλλειψης κεφαλαίων κίνησης.
Τα τελευταία χρόνια (από το 2014 και μετά) ξεκίνησε μία προσπάθεια «εξυγίανσης» του κλάδου με πλήθος ενεργειών (συγχωνεύσεις, απορροφήσεις, εξαγορές μικρότερων επιχειρήσεων και δημιουργία ομίλων κ.ά.). Η διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου έχει οδηγήσει σε περαιτέρω συγκέντρωση της εγχώριας παραγωγής.
Το μέγεθος της συνολικής εγχώριας παραγωγής τσιπούρας-λαβρακιού αυξήθηκε τη διετία 2017-2018 με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 6%, μετά από μία οκταετία συνεχούς (σχεδόν) μείωσης.
Η τσιπούρα κάλυψε περίπου το 57% της εγχώριας παραγωγής τη διετία 2017-2018 και το λαβράκι το υπόλοιπο 43%. Οι εξαγόμενες ποσότητες τσιπούρας και λαβρακιού κάλυψαν το 78%-80% της συνολικής εγχώριας παραγωγής τα τελευταία έτη, με την Ιταλία να αποτελεί διαχρονικά την κυριότερη χώρα προορισμού των εξεταζόμενων προϊόντων (45% των συνολικών εξαγωγών). Ακολουθούν η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Οι εισαγωγές κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η δε εγχώρια κατανάλωση παρουσιάζει ελαφρά άνοδο τα τελευταία έτη.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου για την πενταετία 2014-2018, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την ανάλυση αυτών (βάσει δείγματος 70 επιχειρήσεων) προκύπτουν τα εξής:
Το περιθώριο μικτού κέρδους παρουσίασε αύξηση την πενταετία 2014-2018 και ως μέσος όρος διαμορφώθηκε σε 12,6%. Το μέσο ετήσιο περιθώριο EBITDA εμφάνισε διακυμάνσεις και ως μέσος όρος της πενταετίας ανήλθε στο 3,1%.
Αυξομειώσεις παρουσίασε και ο δείκτης της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων την ίδια περίοδο και διαμορφώθηκε στο 5,7%. Τέλος επισημαίνεται ότι οι συνολικές πωλήσεις 38 επιχειρήσεων του κλάδου με διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία για όλη την περίοδο 2014-2018 κατέγραψαν σωρευτική αύξηση 11,4%.
Δυνατό σημείο του εξεταζόμενου κλάδου αποτελεί η ηγετική θέση των ελληνικών επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας στην ευρωπαϊκή αγορά τσιπούρας-λαβρακιού. Είναι γεγονός ότι οι κλιματολογικές συνθήκες της χώρας και η μορφολογία της (μεγάλη ακτογραμμή, πλήθος νησιών) ευνοούν την ανάπτυξη ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας.
Στα αδύνατα σημεία συγκαταλέγεται ο μεγάλος κύκλος παραγωγής των προϊόντων, ο οποίος απαιτεί υψηλές ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης σε συνδυασμό με τον περιορισμένο χρόνο ζωής των ψαριών (διατίθενται ως νωπά). Η ευρύτερη αποδοχή των ειδών θαλάσσιας καλλιέργειας παγκοσμίως και η επέκταση σε νέες αγορές του εξωτερικού συνιστούν ευκαιρίες για τον κλάδο.
Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της Τουρκίας στη διεθνή αγορά για προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας αποτελεί απειλή για τον κλάδο.