Η αυτονομία των εργαζομένων έχει ελαττωθεί όχι μόνο ως προς το ωράριο εργασίας τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο αυτής της εργασίας, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των ερευνών των ετών 2019 και 2015 για την οργάνωση της εργασίας και τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Ο πληθυσμός-στόχος της έρευνας ήταν οι απασχολούμενοι ηλικίας 15 ετών και άνω. Το ποσοστό απόκρισης στην έρευνα ήταν 96,1%.
Τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας είναι τα εξής:
Δυνατότητα καθορισμού της έναρξης και λήξης της εργασίας
Το 69,3% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η έναρξη και η λήξη του χρόνου εργασίας τους καθορίζεται από τον εργοδότη τους ή τον οργανισμό, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου το ωράριο καθορίζεται από σχετική νομοθεσία ή άλλους διοικητικούς περιορισμούς. Από τον εργοδότη ή τον οργανισμό καθορίζεται το ωράριο εργασίας κυρίως για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις με προσωπικό πάνω από 10 άτομα (88,0%), τους μισθωτούς (87,8%), τους αλλοδαπούς (77,7%), τις γυναίκες (72,2%), τους υπαλλήλους γραφείου (85,4%) και τους εργαζόμενους στη δημόσια διοίκηση (89,7%) και εκπαίδευση (84,8%).
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι που δηλώνουν ότι έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν οι ίδιοι ή υπό κάποιους περιορισμούς την έναρξη και τη λήξη του χρόνου εργασίας τους, απαντώνται συχνότερα μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων με ή χωρίς προσωπικό (38,7% και 50,7% αντίστοιχα), των επιχειρήσεων με μέχρι 10 άτομα προσωπικό (26,7%), των εργαζομένων στο κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (71,8%) καθώς και των ανώτερων στελεχών (50,4%).
Ανάγκη για αλλαγή του ωραρίου
Από την έρευνα διαπιστώνεται ότι για το 15,6% των εργαζόμενων προκύπτει ανάγκη αλλαγής ωραρίου, λόγω απαιτήσεων της εργασίας, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα ενώ για ένα άλλο 17,7% αυτό συμβαίνει τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Για τους περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους (62,1%) ανάγκη αλλαγής ωραρίου συμβαίνει σπάνια ή ποτέ.
Οι εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν συχνότερα το ζήτημα αλλαγής ωραρίου είναι κυρίως άνδρες (18,1%), υποχρεωτικής εκπαίδευσης (18,0%), αυτοαπασχολούμενοι με ή χωρίς προσωπικό (24,6% και 27,5% αντίστοιχα), εργαζόμενοι σε μικρές επιχειρήσεις με έως και 10 απασχολούμενους (20,9%), εκείνοι που απασχολούνται στις κατασκευές (25,1%), στον κλάδο ξενοδοχείων και εστίασης (22,8%) και στη γεωργία-δασοκομία-αλιεία (22,4%).
Απασχόληση με θέματα εργασίας εκτός ωραρίου
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 39,4% των ερωτηθέντων χρειάστηκε να απασχοληθεί με θέματα εργασίας εκτός του κανονικού ωραρίου τους, κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Το 29,0% απασχολήθηκε εκτός ωραρίου μία-δύο φορές κατά τους τελευταίους δύο μήνες ενώ το 8,8% που απασχολήθηκε εκτός ωραρίου συχνά, στις περισσότερες περιπτώσεις έπρεπε να κάνει κάτι άμεσα.
Όσοι απασχολήθηκαν συχνότερα με ζητήματα εργασίας πέραν του κανονικού ωραρίου είναι κυρίως αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό (20,5% και 2,8%), άνδρες (10,8% και 2,0%), ελληνικής υπηκοότητας (9,1% και 1,7%) και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (10,2% και 1,8%).
Αντίθετα, οι ανειδίκευτοι εργάτες (68,1%), οι υπάλληλοι γραφείου (64,4%) καθώς και οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση (68,6%) και τη δημόσια διοίκηση (66,1%) παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων που δεν χρειάστηκε να ασχοληθούν εκτός ωραρίου με θέματα της εργασίας τους.
Δυνατότητα έκτακτης απουσίας από την εργασία για τους εργαζόμενους
Από τους εργαζόμενους, περισσότεροι από τους μισούς θεωρούν «μάλλον εύκολο» ή «πολύ εύκολο» να απουσιάσουν εκτάκτως από την εργασία τους για λίγες ώρες (58,4%) ή για λίγες ημέρες (59,3%), όταν υπάρχει οικογενειακός ή προσωπικός λόγος. Εν γένει, η δυνατότητα έκτακτης απουσίας είναι ευκολότερη για τους εργαζόμενους ελληνικής υπηκοότητας (59,5% και 60,4%) και για τα άτομα που εργάζονται σε επιχειρήσεις με έως και 10 απασχολούμενους (66,2% και 63,5%) και πιο περιορισμένη στους μισθωτούς (47,3% και 52,1%).
Οι εργαζόμενοι στη γεωργία-δασοκομία-αλιεία (88,6% και 81,9%) καθώς και όσοι απασχολούνται σε χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (62,3% και 62,1%) και τη δημόσια διοίκηση (57,7% και 62,9%) εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων που έχουν τη δυνατότητα έκτακτης απουσίας.
Καταγραφή παρουσίας και ωρών εργασίας
Από την έρευνα προκύπτει ότι για το 30,7% των μισθωτών η παρουσία τους και οι ώρες εργασίας καταγράφονται με αυτόματη ηλεκτρονική μέθοδο, η οποία εμφανίζεται περισσότερο διαδεδομένη ανάμεσα στους εργαζόμενους στη δημόσια διοίκηση (47,7%), στη βιομηχανία και ενέργεια (43,7%) και στους υπαλλήλους γραφείου (45,0%).
Ποσοστό 22,3% των μισθωτών δήλωσαν ότι οι ώρες εργασίας τους δεν καταγράφονται. Η μη καταγραφή απαντάται συχνότερα στους αλλοδαπούς (31,3%) και σε μικρές επιχειρήσεις μέχρι 10 ατόμων (36,1%).
Για το 26,4% η καταγραφή γίνεται χειροκίνητα από τον προϊστάμενο ή κάποιο συνάδελφο ενώ 12,0% των εργαζομένων δήλωσαν ότι πραγματοποιούν οι ίδιοι την καταγραφή.
Πίεση χρόνου στην εργασία
Από τα στοιχεία της έρευνας διαπιστώνεται ότι το 47,8% των ερωτηθέντων εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό πίεση χρόνου «πάντοτε» ή «συχνά». Υψηλότερα ποσοστά σημειώνονται στους άνδρες (50,4%), στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας (62,5%), στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 10 απασχολούμενους (52,0%) και στους μισθωτούς (51,3%).
Μεγαλύτερη πίεση χρόνου δηλώθηκε από τους εργαζόμενους στον κλάδο της εστίασης και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων (67,1%), τους χειριστές μηχανημάτων (61,4%) και τα ανώτερα στελέχη (56,7%).
Αυτονομία εκτέλεσης εργασιών
Οι μισοί περίπου από τους ερωτηθέντες (48,4%) δηλώνουν ότι σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της εργασίας τους ενώ, αναφορικά με τη σειρά εκτέλεσης των εργασιών τους, το 60,2% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει αυτονομία σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό.
Μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας στο περιεχόμενο της εργασίας και τη σειρά εκτέλεσης των εργασιών εντοπίζεται στους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (80,0% και 86,8%), στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις με έως και 10 απασχολούμενους (59,1% και 68,4%) και στα άτομα ελληνικής υπηκοότητας (49,2% και 61,2%).
Μεγαλύτερη αυτονομία όσον αφορά στη σειρά εκτέλεσης των εργασιών διαπιστώνεται στα επαγγέλματα μεγαλύτερης εξειδίκευσης (ανώτερα στελέχη, επιστήμονες, ειδικευμένοι τεχνίτες) με ποσοστά 83,1%, 73,2% και 62,7% αντίστοιχα καθώς και στη γεωργία-δασοκομία-αλιεία (79,5%) ενώ μικρότερη αυτονομία στο περιεχόμενο των εργασιών διαπιστώνεται στον κλάδο βιομηχανίας και ενέργειας (37,2%), στη δημόσια διοίκηση (34,5%) και στους ανειδίκευτους εργάτες (27,0%).
Κύριος χώρος εργασίας
Αναφορικά με το χώρο στον οποίο παρέχεται η κύρια εργασία των ερωτηθέντων, 81,7% δήλωσαν ότι εργάζονται σε κτιριακές εγκαταστάσεις είτε δικές τους είτε του εργοδότη τους. Αυτό αφορά κυρίως σε υπαλλήλους γραφείου (92,2%), επιστήμονες και καλλιτέχνες (89,1%), ανώτερα στελέχη (88,5%) και όσους εργάζονται στους κλάδους της υγείας (92,5%), εκπαίδευσης (91,9%) και δημόσιας διοίκησης (89,1%).
Σε εγκαταστάσεις ή σπίτια πελατών εργάζεται το 3,9% των ερωτώμενων. Από αυτούς, το 38,3% απασχολούνται στον κλάδο των κατασκευών. 17,3% είναι ειδικευμένοι τεχνίτες και 10,1% είναι ανειδίκευτοι εργάτες.
Χωρίς σταθερό χώρο εργασίας δηλώνει το 6,5% των ερωτώμενων. Τα σχετικά ποσοστά είναι υψηλότερα για τους χειριστές μηχανημάτων (48,4%), για όσους εργάζονται στον κλάδο των κατασκευών (10,6%) καθώς και σε άλλες υπηρεσίες (24,5%).
Αλλαγή χώρου εργασίας
Το 82,7% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι αλλάζουν λιγότερο συχνά από μία φορά το μήνα ή δεν αλλάζουν ποτέ χώρο εργασίας. Αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο τους εργαζόμενους στους κλάδους της υγείας (89,7%), της εκπαίδευσης (89,1%), των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και της εστίασης (89,8%).
Αντίθετα, καθημερινά δηλώνει ότι αλλάζει χώρο εργασίας το 5,7% των εργαζομένων. Ξεχωρίζουν περισσότερο οι χειριστές μηχανημάτων (27,6%), όσοι εργάζονται στον κατασκευαστικό κλάδο (10,3%) ή σε άλλες υπηρεσίες (16,3%). Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, αλλάζουν χώρο εργασίας, εκτός από τους εργαζόμενους στις κατασκευές (19,1%), οι ειδικευμένοιτεχνίτες (12,1%), οι επιστήμονες και καλλιτέχνες (10,3%), καθώς και όσοι ασχολούνται σε χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (13,5%).
Χρόνος μετάβασης στην κύρια εργασία
Ο μέσος χρόνος μετάβασης στην κύρια εργασία για το σύνολο των εργαζόμενων εκτιμάται σε 19,7 λεπτά. Οι κατηγορίες με τους μεγαλύτερους μέσους χρόνους μετάβασης είναι οι εργαζόμενοι που διαμένουν σε πυκνοκατοικημένες περιοχές (23,8 λεπτά), αυτοί που εργάζονται σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 απασχολούμενους (23,6 λεπτά), οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (22,3 λεπτά) και οι μισθωτοί (22,0 λεπτά) ενώ οι μικρότεροι μέσοι χρόνοι μετάβασης καταγράφονται από εργαζόμενους που διαμένουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές (14,1 λεπτά) και από αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό (14,6 λεπτά).
Αναφορικά με τον κλάδο και το επάγγελμα, οι μεγαλύτεροι μέσοι χρόνοι μετάβασης δηλώνονται από εργαζόμενους σε χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (24,8 λεπτά) και από τεχνικούςτεχνολόγους (24,7 λεπτά) και οι μικρότεροι από τους εργαζόμενους στη γεωργία-δασοκομία-αλιεία (13,7 λεπτά) και τους απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (18,7 λεπτά).
Από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των ερευνών των ετών 2019 και 2015, διαπιστώνονται τα ακόλουθα:
• Η αυτονομία των εργαζομένων έχει ελαττωθεί όχι μόνο ως προς το ωράριο εργασίας τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο αυτής της εργασίας. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι καθορίζουν οι ίδιοι την έναρξη και τη λήξη της εργασίας τους έχει μειωθεί από 41,0% σε 26,6% ενώ το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει ότι μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό το περιεχόμενο της εργασίας του έχει μειωθεί από 56,9% σε 48,4%.
• Σε σχέση με το 2015, λιγότεροι εργαζόμενοι δηλώνουν το 2019 ότι μπορούν να λείψουν εκτάκτως από την εργασία τους 1-2 ώρες (58,4% από 60,8%) αλλά περισσότεροι πως έχουν τη δυνατότητα να απουσιάσουν εκτάκτως μία-δύο ημέρες (59,3% από 50,3%).
• Τα αποτελέσματα δεν παρουσιάζουν σημαντική μεταβολή αναφορικά με το χώρο και το ωράριο εργασίας. Ειδικότερα, λιγότεροι εργαζόμενοι δηλώνουν το 2019 ότι αλλάζουν συχνά τόπο εργασίας (16,9% έναντι 17,5%) και επίσης λιγότεροι ότι χρειάζεται να ασχοληθούν με εργασιακά θέματα εκτός ωραρίου (10,5% έναντι 11,4%).
• Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι έχει συγκριτικά αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνουν ότι εργάζονται χωρίς πίεση χρόνου (47,9% το 2019 σε σύγκριση με 30,7% το 2015).
• Ο μέσος χρόνος μετάβασης στην εργασία το 2019 παρουσιάζει μικρή μείωση σε σχέση με το 2015 (19,7 λεπτά και 20,1 λεπτά, αντίστοιχα).