Τις προτάσεις των καταναλωτών για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) και τις ψηφιακές αγορές (DΜA) κατέθεσαν η Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής και οι οργανώσεις-μέλη της ΠΟΜΕΚ «Η Παρέμβαση». Και τούτο στο πλαίσιο της υπό συζήτηση νομοθεσίας σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και τις ψηφιακές αγορές, ως μέρους μιας ευρύτερης κανονιστικής προσέγγισης της οικονομίας των πλατφορμών, προκειμένου για τη μείωση της διάδοσης παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο και την καλύτερη προστασία των καταναλωτών στην ψηφιακή οικονομία εν γένει.

Όπως σημειώνεται σε ανακοίνωση, στο πλαίσιο διεξοδικότερης αξιολόγησης ως προς την επίτευξη των στόχων αυτών, οι οργανώσεις των καταναλωτών κατέθεσαν στα αρμόδια υπουργεία και στις δημόσιες αρχές τις προτάσεις/τροποποιήσεις τους, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ως προς τους καταναλωτές/χρήστες (σύμφωνα και με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Καταναλωτών -BEUC, στην οποία η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ. είναι μέλος):

1. Για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) αναφορικά με τις διαδικτυακές πλατφόρμες:

– Ένα αυστηρότερο καθεστώς, αναφορικά με το καθεστώς θετικής νομικής ευθύνης, λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού παράνομων δραστηριοτήτων στο διαδίκτυο, όπως επί παραδείγματι τα μη γνήσια ή μη ασφαλή προϊόντα που αγοράζονται μέσω των διαδικτυακών πωλήσεων.

– Τυχόν αξιώσεις αποζημίωσης, όταν αποτυγχάνουν να ενεργήσουν εγκαίρως και επαρκώς, για περιεχόμενο που είναι σαφώς παράνομο ή που έχει κριθεί παράνομο με δικαστική απόφαση.

– Την καθιέρωση διαφάνειας και σαφούς πλαισίου λογοδοσίας. Θα πρέπει να ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τυχόν ζημίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης ή στα ζητήματα εγγύησης από τη στιγμή που ασκούν επιρροή στις εταιρείες, που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους για να πουλήσουν προϊόντα ή/και υπηρεσίες.

– Επίσης, όταν παραπλανούν ως προς την ενημέρωση, τις εγγυήσεις ή τις δηλώσεις τους εν γένει και όταν δεν ενημερώνουν προσηκόντως για τον προμηθευτή των αγαθών ή των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, ένας καταναλωτής που αγόρασε ένα μη ασφαλές προϊόν και τώρα υποφέρει από εγκαύματα, θα πρέπει να μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο κατά της διαδικτυακής πλατφόρμας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στη συνέχεια, η πλατφόρμα θα πρέπει να έχει δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του πωλητή, εφόσον δεν είναι ο υπαίτιος της ζημίας.

– Οι υποχρεώσεις της δέουσας επιμέλειας να καλύπτουν όλες τις σχετικές επιχειρήσεις. Οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις να μπορούν να αποκλειστούν μόνο υπό πολύ περιορισμένες προϋποθέσεις, χωρίς να διακυβεύεται το υψηλό επίπεδο της προστασίας των καταναλωτών.

– Επιβολή υποχρεώσεων να επαληθεύουν την ταυτότητα των εμπόρων που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους και να διενεργούν τυχαίους ελέγχους στις υπηρεσίες και στα προϊόντα που προσφέρουν.

– Αυστηρότεροι κανόνες ως προς τον τρόπο προώθησης περιεχομένου μέσω των διαδικτυακών διαφημίσεων και τα συστήματα σύστασης.

– Ταχύτερη και αποτελεσματικότερη των κανόνων. Οι καταναλωτές να μπορούν να υποβάλουν νομικές αξιώσεις εναντίον μιας εταιρείας ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας διαμονής τους.

– Καθίσταται απαραίτητη η θέσπιση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος για την προστασία των καταναλωτών και τις ενώσεις καταναλωτών που τους εκπροσωπούν.

2. Για τις ψηφιακές αγορές (DΜA) :

– Τα δικαιώματά τους να ληφθούν εξίσου υπόψη με τις επιχειρήσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και τήρηση των κανόνων.

– Να διασφαλιστεί η επιλογή τους για κοινωνική δικτύωση και χρήση υπηρεσιών ανταλλαγής μηνυμάτων, μέσω διαχειριστικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων διαλειτουργικότητας.

– Όταν παρέχουν δικαιώματα ή/και επιλογές, οι ρυθμιστές πρόσβασης θα πρέπει να τηρούν τις αρχές της ουδετερότητας. Η εκμετάλλευση προκαταλήψεων ή τάσεων των καταναλωτών/χρηστών (π.χ. μέσω παραπλανητικών πρακτικών ή «σκοτεινών προτύπων») με σκοπό να τους επηρεάσουν, πρέπει να απαγορεύεται ρητά.

– Θα πρέπει να έχουν τα εξής δικαιώματα: (1) να έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν επίσημη καταγγελία, όταν οι ρυθμιστές πρόσβασης παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους, και (2) Το δικαίωμα ακρόασης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια της διαδικασίας.

– Να προβλέπονται ειδικά μέτρα ως προς τη διασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης σε διαδικασίες επίλυσης διαφορών και προσφυγής από το πρώτο στάδιο συντέλεσης της παράβασης από τον ρυθμιστή πρόσβασης και όχι μόνο στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι, βρίσκεται σε συστηματική παραβίαση και μη συμμόρφωση.

– Οι προθεσμίες πρέπει να είναι κοινές μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών και νομικά δεσμευτικές για όλους τους τύπους αποφάσεων της Επιτροπής, ώστε να διασφαλιστεί ότι, δεν θα καθυστερήσει η εφαρμογή του Κανονισμού.

– Ως προς τη διασφάλιση της διαχρονικής εφαρμογής του Κανονισμού, ενόψει της προσθήκης λειτουργιών που ενδέχεται να καταστούν αναγκαίες στο απώτερο μέλλον, πρέπει να περιοριστούν, προκειμένου να εξαλειφθούν τα νομοθετικά κενά.

– Πρέπει να περιλαμβάνεται ο βαθμός αποδεικτικής ισχύος των αποφάσεων της Επιτροπής.

– Η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της, ως προς την εφαρμογή της νομοθεσίας και να στελεχωθεί πλήρως με εξειδικευμένο προσωπικό και τέλος, να έχει ποσοτικούς στόχους σε σχέση με τον αριθμό των ελέγχων που θα πραγματοποιεί.

– Ο Κανονισμός να αναγνωρίζεται και να κηρύσσεται εκτελεστός σε όλα τα εθνικά δικαστήρια των Κρατών – Μελών, συμπεριλαμβανομένων επίσης του δικαιώματος άσκησης συλλογικών αγωγών από τους καταναλωτές μέσω των Ενώσεων Καταναλωτών, με την προσθήκη του Κανονισμού στο παράρτημα της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828.

– Ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων από τους ρυθμιστές πρόσβασης, καθίσταται σκόπιμο να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ της αρχής της ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου ως προς τον χρόνο εφαρμογής, όπως συγχρόνως και της ευελιξίας.