Η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να παρακάμψουν τις επαναφερθείσες κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος της Τεχεράνης. Ωστόσο, καθώς η πρώτη δέσμη των μέτρων αυτών τίθεται σε ισχύ, η πιθανότητα οι κυρώσεις να αποδειχθούν πολύ αποτελεσματικές και να φοβίσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις μήπως και θέσουν τον εαυτό τους σε τροχιά σύγκρουσης με την Ουάσινγκτον φαίνεται να είναι πολύ υψηλή.
Το πρώτο κύμα των κυρώσεων των ΗΠΑ, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ τα μεσάνυχτα της Τρίτης, στοχεύουν την απόκτηση από το Ιράν δολαρίων σε χαρτονομίσματα, το εμπόριο χρυσού και άλλων μετάλλων, συναλλαγές που συνδέονται με το ιρανικό ριάλ και την αγορά αυτοκινήτων και εμπορικών επιβατηγών αεροπλάνων.
Ο δεύτερος γύρος των κυρώσεων, που θα πλήξει τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου του Ιράν και τον ενεργειακό τομέα του, καθώς και τις συναλλαγές με την Κεντρική Τράπεζα του Ιράν, αναμένεται τον Νοέμβριο.
«Οι πιο δριμείες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ»
Νωρίτερα την Τρίτη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε επίσημα την επαναφορά των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, οι οποίες είχαν αρθεί βάσει του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (ΚΟΣΔ), όπως λέγεται επίσημα η πυρηνική συμφωνία που συνήψε το Ιράν τον Ιούλιο του 2015 με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Κίνα και τη Ρωσία.
«Οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν έχουν επίσημα επιβληθεί. Είναι οι πιο δριμείες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ και τον Νοέμβριο θα ενισχυθούν κατά ένα ακόμη επίπεδο. Όποιος κάνει μπίζνες με το Ιράν ΔΕΝ θα κάνει μπίζνες με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ζητώ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ, τίποτε λιγότερο!» έγραψε ο Τραμπ στο Twitter.
Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γερμανία Ρίτσαρντ Γκρένελ ανέφερε σε ένα τουίτ πως «οι γερμανικές εταιρίες που συναλλάσσονται με το Ιράν θα πρέπει να σταματήσουν αμέσως», στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση επανέλαβε ότι θα συνεχίσει την εμπορική και οικονομική συνεργασία με το Ιράν, με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να σημειώνει πως η Ευρώπη «έχει τον νόμο με το μέρος της».
Οι προσπάθειες της Ευρώπης, κυρίως της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας που υπέγραψαν την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, να διατηρήσουν τις ανερχόμενες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με το Ιράν, ωστόσο, θέτουν την Ευρώπη σε πορεία ευθείας σύγκρουσης με την Ουάσινγκτον. Σπάνια στο παρελθόν υπήρξε πιο έντονη διαφωνία μεταξύ συμμάχων από το τέλος του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ευρωπαϊκή απάντηση μόνο «στα χαρτιά είναι καλή»
Προκειμένου να προστατεύσει τις επιχειρήσεις που επενδύουν στο Ιράν από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, η Ευρώπη έχει αναπτύξει μια επικαιροποιημένη εκδοχή του Καθεστώτος Μπλοκαρίσματος, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να αντικρούσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος του Ιράν, της Λιβύης και της Κούβας. Ο νόμος απαγορεύει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με τα μέτρα των ΗΠΑ σε βάρος του Ιράν και τους επιτρέπει να αγνοήσουν εξωχώριες νομικές αποφάσεις και να ανακτήσουν τις ζημίες που προκύπτουν, λόγω των κυρώσεων, «από το πρόσωπο που τις προκάλεσε».
Τα αντίμετρα της ΕΕ είναι μια αδύναμη απάντηση, καθώς τα οφέλη από τις συναλλαγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερακοντίζουν πάντοτε οποιεσδήποτε προοπτικές εμπορίου με την Τεχεράνη, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Sputnik ο Άλντο Καρκάτσι, βουλευτής του βελγικού κοινοβουλίου.
«Τα αντίμετρα της ΕΕ είναι καλά στα χαρτιά αλλά αφήνουν στα εκτελεστικά στελέχη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στην ιρανική αγορά, είτε στο εμπόριο είτε στην παραγωγή, τη δύσκολη επιλογή είτε να συμμορφωθούν με την αμερικανική διαταγή είτε με την ΕΕ. Η επιλογή θα γίνει γρήγορα, ήμουν διοικητικό στέλεχος σε μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες στο παρελθόν∙ μια εταιρία δεν θα αναλάβει τέτοιο ρίσκο. Οι εταιρίες θα φύγουν από το Ιράν, αρχής γενομένης από τις μεγαλύτερες. Η Total θα αντικατασταθεί από κινεζικές εταιρίες. Είναι μια επίθεση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, και μόνο μικρές εταιρίες θα ‘πετάξουν κάτω από το αμερικανικό ραντάρ’ και θα συνεχίσουν τις συναλλαγές (με το Ιράν)», είπε ο Καρκάτσι.
Ο Βέλγος βουλευτής άφησε να εννοηθεί πως η Ευρώπη στο τέλος θα επεξεργαστεί κάποιο μηχανισμό προκειμένου να συνεχίσει το αμοιβαίο εμπόριο βάσει της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, διασφαλίζοντας μια κάποια ροή προμηθειών και πληρωμών και ως εκ τούτου διατηρώντας σε ισχύ την πυρηνική συμφωνία. Οι δύο πλευρές, ωστόσο, θα δουν αναπόφευκτα μια πτώση στο εμπόριο, υποστηρίζει.
Ο Ζαν ντε Ρούιτ, πρώην μόνιμος αντιπρόσωπος του Βελγίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υψηλόβαθμος σύμβουλος της νομικής εταιρίας Covington & Burling LLP στις Βρυξέλλες, πιστεύει και αυτός πως τα αντίμετρα δεν θα είναι αρκετά αποτελεσματικά ώστε να πείσουν τις μεγάλες εταιρίες να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με το Ιράν.
«Είναι μια ευρωπαϊκή πολιτική που είναι σε πλήρη αντίθεση με την αμερικανική πολιτική: δεν είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά. Θα είναι αποτελεσματικό το ευρωπαϊκό εργαλείο; Δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ πριν. Η επίδραση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ‘μπλοκαρίσματος’ πιθανότατα θα είναι κυρίως συμβολική και ανεπαρκής για να πείσει τις μεγάλες επιχειρήσεις να μείνουν ή να δεσμευθούν με το Ιράν. Όλες οι σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρίες θα φοβηθούν, γιατί το χέρι των ΗΠΑ είναι μακρύ», δήλωσε στο Sputnik.
Στο μεταξύ, τα αντίμετρα της ΕΕ περιλαμβάνουν επίσης μια οικονομική πλευρά – δίνουν τη δυνατότητα στις εταιρίες να εμπορεύονται με άλλο νόμισμα εκτός του δολαρίου, έτσι δεν κινδυνεύουν να βρεθούν στο στόχαστρο της Ουάσινγκτον.
Όλοι, ωστόσο, θυμούνται ότι η BNP Paribas, μια μεγάλη γαλλική τράπεζα, χρειάστηκε να καταβάλει 8,9 δισεκ. δολάρια πρόστιμο-ρεκόρ στην Ουάσινγκτον επειδή χρησιμοποίησε το νόμισμα των ΗΠΑ σε απαγορευμένες συναλλαγές με το Ιράν, το Σουδάν και την Κούβα.
Η Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε να συμβάλει κατά πολύ στις συνεχιζόμενες προσπάθειες της ΕΕ στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όμως προτίμησε να αποφύγει να διακινδυνεύσει το επιχειρησιακό της μοντέλο και να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στο Ιράν.
Η ώρα των ευρωπαϊκών ΜΜΕ;
Ένα ζήτημα που ανησυχεί τους Ιρανούς οι οποίοι ζουν επί χρόνια υπό την πίεση των κυρώσεων των ΗΠΑ είναι εκείνο της επισκευής και της συντήρησης ευαίσθητου τεχνολογικού εξοπλισμού, είτε είναι αεροπλάνα, είχε μηχανολογικός εξοπλισμός, ανελκυστήρες και κυλιόμενες σκάλες, αυτοκίνητα και φορτηγά κ.λπ.
Ο γερασμένος στόλος των αεροσκαφών Μπόινγκ της Iran Air ή της Mahan Air, για παράδειγμα, χρειάζεται οπωσδήποτε ανταλλακτικά που οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνούνται να παραδώσουν. Στην προσπάθειά του να παραγάγει αντίγραφα αυτών των ανταλλακτικών, το Ιράν έχει αρχίσει ακόμη και την παραγωγή του δικού του μικρού μεταφορικού αεροσκάφους (52 επιβάτες) Antonov A-140, που βασίζεται σε μεταφορά τεχνολογίας από την Ουκρανία.
Η Άγκυρα, επίσης, είναι πιθανό, εν μέσω της επαναφοράς των κυρώσεων, να αρχίσει και πάλι να παίζει τον ρόλο ενός «ενδιάμεσου» ανάμεσα στους Ιρανούς καταναλωτές και στις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που πουλούν προϊόντα σε τουρκικές εταιρίες, οι οποίες με τη σειρά τους τα πουλούν στο Ιράν.
Ο Τούρκος βιομήχανος στην Κωνσταντινούπολη Φερχάτ Ταργκίτ, σε σχόλιό του στο Sputnik, παρουσίασε το παράδειγμα της βιομηχανίας ανελκυστήρων ως μια πολλά υποσχόμενη αγορά για τις ευρωπαϊκές ΜΜΕ.
«Οπουδήποτε στον κόσμο, οι ηγετικές επιχειρήσεις στη βιομηχανία ανελκυστήρων είναι η αμερικανική Otis, η ελβετική Schindler ή η γερμανική ThyssenKrupp. Όχι στο Ιράν, βεβαίως. Έχει μετατραπεί σε μια ακμάζουσα αγορά για ιταλικές ή ισπανικές ΜΜΕ σε αυτό τον τομέα, που εγκαθιστούν κυρίως υδραυλικούς ανελκυστήρες σε ιρανικές πόλεις και εκπαιδεύουν τοπικά συνεργεία συντήρησης. Υπάρχουν επίσης πολλές τουρκικές ΜΜΕ που παρέχουν ανταλλακτικά και εξαρτήματα για την επισκευή ή αναβάθμιση παλαιών ανελκυστήρων που έχουν εγκατασταθεί από μεγάλες πολυεθνικές, οι οποίες εγκατέλειψαν το Ιράν πολύ καιρό πριν. Ένας ανελκυστήρας μπορεί να έχει διάρκεια ζωής 50 χρόνια και πλέον», είπε ο Ταργκίτ.
Ο Αντνάν Ταμπαταμπάι, σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης και διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου για την Εφαρμοσμένη Έρευνα σε Συνεταιρισμό με την Ανατολή (CARPO) στη Βόνη, εξέφρασε επίσης την ελπίδα ότι το κενό που θα αφήσουν οι μεγάλες επιχειρήσεις θα καλυφθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τις ΜΜΕ, οι οποίες δεν εξαρτώνται από την αγορά των ΗΠΑ.
«Αμφιβάλλω πολύ για την αποτελεσματικότητα [του «μπλοκαρίσματος»] σε όλες τις μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται επίσης στις ΗΠΑ όπως οι Airbus, Daimler, Siemens, Total ή η Renault. Έχουν υπερβολικά πολλά να χάσουν στην αμερικανική αγορά. Με αυτή την έννοια, οι κυρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι πολύ αποτελεσματικές. Αυτό που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως το κενό που θα αφήσουν οι μεγάλες πολυεθνικές θα καλυφθεί σε πολλούς τομείς από μικρότερες ευρωπαϊκές εταιρίες που δεν δραστηριοποιούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι ΜΜΕ δεν θα καλύψουν πλήρως την απώλεια, αλλά υπάρχει κάποια ελπίδα», είπε.
Ο Ταμπαταμπάι σημείωσε πως το εμπόριο με το Ιράν θα μπορούσε επίσης να συνδεθεί με το «θέμα των δημοσίων σχέσεων», λέγοντας πως πολλές πολυεθνικές εταιρίες θα φοβηθούν από τον «κακό αντίκτυπο στον Τύπο» των δραστηριοτήτων τους που υπόκεινται στις κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος του Ιράν.
Απίθανες οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ιράν εν μέσω μηδενικής εμπιστοσύνης στην Ουάσινγκτον
Ο Ταμπαταμπάι άφησε επίσης να εννοηθεί πως οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα ωθήσουν την Τεχεράνη προς τους ανατολικούς εταίρους της, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Ευρώπης ούτε των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Για τα μεγάλα πρότζεκτ βεβαίως, το Ιράν μπορεί να στραφεί σε χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία ή η Ινδία. Το Ιράν θα στραφεί περισσότερο σε ανατολικές δυνάμεις. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης. Για τους Ιρανούς, η ανάπτυξη οικονομικών δεσμών με την Κίνα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην απασχόληση στο Ιράν. Από τη στιγμή που η Κίνα εφαρμόζει συμφωνίες ανταλλαγών μέσω των οποίων, για παράδειγμα, θα δίνει φρούτα και αγροτικά προϊόντα με αντάλλαγμα πετρέλαιο ή αέριο, θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και στη γεωργία στο Ιράν», υποστήριξε.
Σύμφωνα με τον Ταμπαταμπάι, η ιρανική κυβέρνηση θα πρέπει να επιδιώξει μια στρατηγική επιβίωσης, με τις κυρώσεις των ΗΠΑ να κινδυνεύουν να «μηδενίσουν τις βελτιωθείσες οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων ετών».
Όσο για την ενδεχόμενη αναβίωση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, ο ίδιος απέρριψε το ενδεχόμενο η Τεχεράνη να υιοθετήσει μια πολιτική αντιπαράθεσης, λέγοντας πως άλλες χώρες μπορεί να ταχθούν υπέρ της στρατιωτικής προσέγγισης.
«Θα μπορούσε ο [Ιρανός] πρόεδρος [Χασάν] Ροχανί να θελήσει να στραφεί στα άκρα και να επανεκκινήσει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα; Δεν το πιστεύω. Είναι αλήθεια πως πολλοί Ιρανοί δείχνουν τη στάση του Τραμπ μπροστά στη Βόρεια Κορέα∙ είναι η πυρηνική βόμβα που κάνει τον Κιμ σεβαστό στην Ουάσινγκτον. Για τον Ροχανί μια στάση αντιπαράθεσης θα αντέβαινε με τη βούληση της Ισλαμικής Δημοκρατίας για ειρήνη. Δεν θα ταχθεί υπέρ μιας στρατιωτικής προσέγγισης, όμως άλλοι μπορεί να το κάνουν», είπε ο Ταλαμπατάι.
Οι πιθανότητες η Τεχεράνη να συμφωνήσει για άλλη μια φορά να καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που αποχώρησαν από το ΚΟΣΔ, είναι, παρομοίως, μικρές.
«Η πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ να συζητήσει με τον πρόεδρο Ροχανί του Ιράν, χωρίς όρους, είναι απλώς λόγια. Πώς θα μπορούσαν οι Ιρανοί να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με κάποιον ο οποίος έχει σπάσει μια διπλωματική συμφωνία και δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη;» διερωτήθηκε ο Βέλγος κοινοβουλευτικός Καρκάτσι.
Εν κατακλείδι, η ανακούφιση από την οικονομική απομόνωση που γιορτάστηκε στο Ιράν όταν επιτεύχθηκε η πυρηνική συμφωνία αποδείχθηκε βραχύβια. Η ιρανική οικονομία κινδυνεύει να σακατευτεί και πάλι για χρόνια.