Το 71% των εργαζομένων έχει κόψει βασικά αγαθά διατροφής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας για τις επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Παράλληλα, το 80% δηλώνει ότι δεν έχει υπάρξει αύξηση στο μισθό του εντός του 2022.

Η έρευνα υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα, για την καταγραφή-μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την εξέλιξη των αμοιβών, την ασφάλεια της θέσης εργασίας τους και τον χρόνο εργασίας.


Σύμφωνα με την έρευνα:

Το 71% των εργαζομένων, δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής (Πολύ και Αρκετά).

Το 20% των εργαζομένων, δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να ανταπεξέλθει ΚΑΘΟΛΟΥ στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης του χειμώνα. Ενώ το 47% δηλώνει ΔΥΣΚΟΛΑ, το 30% ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΥΚΟΛΑ και το 3% ΕΥΚΟΛΑ.

Το 63% θεωρεί την αύξηση των μισθών και του Κατώτατου μισθού ως το αποτελεσματικότερο μέσο για τη προστασία του βιοτικού του επιπέδου από τις ανατιμήσεις στα είδη διατροφής και την ενέργεια. Την μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης το 31% και μόλις το 3% επιλέγει την λύση των επιδομάτων.

Το 80% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν έχει υπάρξει αύξηση στο μισθό του εντός του 2022., γεγονός που αναδεικνύει περαιτέρω την αναγκαιότητα και την αξία των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.

Το 39% των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του. Το 48% εξ αυτών δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 7 ώρες την εβδομάδα.
Το 49% δηλώνει ότι δεν πληρώνεται για την υπερωριακή του εργασία.

Η μεγάλη πλειοψηφία, το 65%, των εργαζομένων πιστεύει ότι η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να γίνεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων και το 20% με απόφαση της κυβέρνησης.

Τέλος, το 30% τω εργαζομένων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από την εργασία τους.

Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων έτσι ώστε να προστατευτεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μετά από πολυετή λιτότητα βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και η στασιμότητας των εισοδημάτων απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων.

Για τους λόγους αυτούς επιβάλλονται μεταξύ άλλων παρεμβάσεις όπως:

Στην προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης)

Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.

Μείωση ειδικών φόρων κατανάλωσης στην ενέργεια και τα βασικά είδη διατροφής.

Εισαγωγή φόρου επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών παροχής ενέργειας και διάθεση του ποσού για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.