Επτά αλλαγές προτείνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στο πλαίσιο της συζήτησης που θα ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο το επόμενο διάστημα για της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η γνωμοδότηση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής συντάχθηκε μετά από αίτημα του υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα ενόψει της διαβούλευσης για το θέμα σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών.
Σε ό,τι αφορά τη γενική εικόνα του πλαισίου των δημοσιονομικών κανόνων όπως ίσχυαν την προ του κορωνοϊού εποχή, συντάσσεται με τις διαπιστώσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου που έχει εκδοθεί από το 2019.
Συγκεκριμένα τονίζεται το σύμφωνο σταθερότητας πέρα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων που είναι απαραίτητο για την κοινή οικονομική πολιτική έχει και προβλήματα, καθώς η αποτελεσματικότητά του περιορίζεται σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, ενώ σε συνθήκες κρίσης αναιρείται ή παραβιάζεται εκ των πραγμάτων.
Η τροποποίηση των κανόνων και η χρήση διαρθρωτικών μεγεθών (δηλαδή ανεξάρτητων από τη φάση του οικονομικού κύκλου) δεν κατάφερε να περιορίσει την κυκλικότητα στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής και να διασφαλίσει την κοινώς αποδεκτή αντικυκλική πρακτική της δημιουργίας δημοσιονομικών περιθωρίων (fiscal buffers) στις περιόδους ανάπτυξης ώστε να χρηματοδοτήσουν την επεκτατική πολιτική σε περιόδους ύφεσης.
Στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας του συμφώνου σταθερότητας από την επανενεργοποίηση του το 2023 το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προτείνει:
1. Αναφορικά με το κριτήριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ ως τιμή αναφοράς (anchor) για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη θεωρεί είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και πρακτικά ανεφάρμοστο. Ως αλλαγή προτείνει τον καθορισμό ρεαλιστικών στόχων για το ύψος του δημόσιου χρέους, διαφορετικοί για κάθε κράτος-μέλος, που θα λαμβάνουν υπόψη το αρχικό του ύψος, τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες (ονομαστική μεγέθυνση και επιτόκια δανεισμού) και τις δημοσιονομικές δυνατότητες προσαρμογής.
Το κριτήριο του χρέους θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό ευελιξίας, ώστε να είναι συμβατό με τις ποικίλες εθνικές ιδιαιτερότητες και να αποφεύγονται διαταραχές στη συνοχή της Ευρωζώνης. Οι στόχοι αυτοί θα προτείνονται από το κάθε κράτος-μέλος, κατόπιν ανεξάρτητης αξιολόγησης και θα εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεσμεύοντας τη χώρα να συγκλίνει σε αυτό το επίπεδο σε ορίζοντα 5-10 ετών.
2. Σε ό,τι αφορά τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο (Medium Term Objective) για πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού, σημειώνει ότι είναι το είναι κριτήριο συμμόρφωσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά. Να αποτελεί δηλαδή ενδεικτικό της δημοσιονομικής κατάστασης, χωρίς όμως να αποτελεί το βασικό κριτήριο συμμόρφωσης και επιβολής κυρώσεων όπως μέχρι σήμερα.
3 Για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δημόσιων δαπανών (expenditure benchmark) το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει ότι μπορεί να αποτελέσει το βασικό εργαλείο μέτρησης της δημοσιονομικής προσπάθειας και σύγκλισης προς το επιθυμητό ύψος δημόσιου χρέους. Το συγκεκριμένο μέγεθος είναι σχετικά εύκολα αντιληπτό και ο ρυθμός μεταβολής του πρέπει να καθορίζεται με τρόπο που οδηγεί στη μείωση του δημόσιου χρέους στο επιθυμητό επίπεδο. Επιπρόσθετα, μπορεί να επιτηρείται με διαφάνεια από εθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς ώστε να μετριέται η επίδοση της χώρας.
4. Στις δαπάνες για τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής προτείνεται να υιοθετηθεί ένας αυστηρός κοινός «συμμετρικός» ορισμός που θα παρακολουθείται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αφαιρούνται από τις καθαρές δαπάνες τόσο οι «πράσινες» δημόσιες επενδύσεις όσο και το κόστος μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας για κλάδους και περιοχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
5. Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προτείνεται ότι ένα έκτακτος μηχανισμός θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε έναν μόνιμο μηχανισμό μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να υποστηρίζεται από έναν μεγάλο προϋπολογισμό σε επίπεδο ΕΕ, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω φορολογίας και θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές.
6. Προτείνεται η θέσπιση εθνικής ρήτρας διαφυγής δηλαδή του δικαιώματος κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά να αίρει τους δημοσιονομικούς κανόνες για να αντιμετωπίζει έκτακτές δυσμενείς συνθήκες. Η ύπαρξη αυτών των συνθηκών θα πρέπει να πιστοποιείται από ανεξάρτητη εθνική αξιολόγηση και να εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
7. Τέλος προτείνεται ανεξάρτητη και αντικειμενική αξιολόγηση των δημοσιονομικών συνθηκών και των κυβερνητικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο. Τον ρόλο αυτό μπορούν να παίξουν οι ανεξάρτητοι δημοσιονομικοί θεσμοί (Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο) με ενίσχυση των πόρων και των αρμοδιοτήτων τους.