Την ώρα που η βιομηχανία αναμένει την έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ΔΕΗ προκειμένου να παραταθούν για έναν ακόμη χρόνο οι εκπτώσεις όγκου και συνέπειας, που ίσχυαν μέχρι το τέλος του 2017 στα τιμολόγια ρεύματος της υψηλής τάσης, τα στοιχεία της Eurostat σε συνδυασμό με τις ανακοινώσεις των διαχειριστών των κρατών μελών της ΕΕ, έρχονται να καταδείξουν ότι στη χώρα μας το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει ένας από τους κυριότερους παράγοντες που επιβαρύνει υπέρμετρα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής.

Στην πραγματικότητα τα στοιχεία από τις ευρωπαϊκές αγορές ρεύματος δείχνουν ότι η μάστιγα του ακριβού ρεύματος συνεχίζεται για την ελληνική βιομηχανία, η οποία μέχρι το τέλος του 2017 και με τις εκπτώσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ να βρίσκονται σε ισχύ, πλήρωνε το ρεύμα ακριβότερα από τη Γερμανία.

Η πλάνη

Το τελευταίο διάστημα πάντως, με αφορμή έναν πίνακα που περιλαμβάνεται στα τριμηνιαία στοιχεία της Eurostat, κάποιες πλευρές επιχειρούν να συγκρίνουν τις ονομαστικές τιμές στα ευρωπαϊκά τιμολόγια, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι η βιομηχανία στην Ελλάδα πληρώνει τιμές κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική και τα στοιχεία είναι παραπλανητικά, αφού στηρίζονται πάνω στα ονομαστικά τιμολόγια που καταγράφει η έρευνα της Eurostat.

Πρόκειται για τιμές που έχουν μόνο στατιστική χρησιμότητα, καθώς τα πραγματικά κόστη ενέργειας που πληρώνει η βιομηχανία διαφέρουν και περιλαμβάνουν εκπτώσεις και άλλες μειώσεις.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει την διαφορά μεταξύ στατιστικής και πραγματικότητας είναι η σύγκριση της ονομαστικής τιμής αναφοράς των βιομηχανικών τιμολογίων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.

Σύμφωνα με τη Eurostat στην Ελλάδα η τιμή είναι 10,73 ευρωσεντς ανά κιλοβατώρα, όταν στην Γερμανία είναι 15,35 ευρωσεντς ανά κιλοβατώρα.

Την ίδια στιγμή στα ίδια στοιχεία της Eurostat η σύγκριση των χονδρεμπορικών τιμών δείχνει ότι στο γερμανικό χρηματιστήριο ενέργειας η τιμή διαμορφώθηκε στα 33,9 ευρώ ανά μεγαβατώρα όταν στην Ελλάδα ήταν σχεδόν διπλάσια στα 60,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Η τιμή αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, πίσω μόνο από την Ιταλία (61,8 ευρώ ανά μεγαβατώρα) και κατά πολύ υψηλότερη από τη γειτονική Βουλγαρία (40,7 ευρώ ανά μεγαβατώρα).

Η πραγματικότητα

Γιατί όμως στα ονομαστικά τιμολόγια της βιομηχανίας η Ελλάδα εμφανίζεται σε καλύτερη θέση, όταν το κόστος ενέργειας στη χονδρική δε δικαιολογεί αυτήν την κατάταξη; Είναι δυνατόν η γερμανική βιομηχανία με χαμηλότερη τιμή χονδρικής, να πληρώνει περισσότερα από την ελληνική;

Η απάντηση είναι προφανώς όχι και αποδεικνύεται από τα στοιχεία του Γερμανού διαχειριστή, που έχουν υποβληθεί από τη γερμανική κυβέρνηση στην Επιτροπή.

Σύμφωνα με αυτά, ενώ το πλήρες κόστος για την ενεργοβόρο βιομηχανία βρίσκεται κοντά στα 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από το ποσό αυτό τα 63,5 ευρώ είναι κόστος ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο επιστρέφεται στις βιομηχανίες μέσω της αντιστάθμισης.

Εάν αφαιρεθεί το κόστος αυτό τότε το κόστος ενέργειας, που πραγματικά πληρώνει η βιομηχανία στη Γερμανία διαμορφώνεται στα 46,5 ευρώ για τις μικρότερες μονάδες και στα 40 ευρώ ή και χαμηλότερα για τις μεγαλύτερες βιομηχανίες έντασης ενέργειας.

Το παράδειγμα της σύγκρισης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας δείχνει ότι μπορεί οι ονομαστικές τιμές στη Γερμανία να εμφανίζονται υψηλές, ωστόσο στην πράξη γίνονται ανακτήσεις και δίνονται ενισχύσεις που καθιστούν το κόστος ενέργειας στη μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία της Ευρώπης εξαιρετικά ανταγωνιστικό, τουλάχιστον σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η γερμανική στατιστική υπηρεσία που δημοσιοποιεί προς τις ευρωπαϊκές αρχές τους ονομαστικούς τιμοκαταλόγους, δεν αναφέρεται και δεν αποτυπώνει τις εκπτώσεις και τις μειώσεις που ισχύουν.

Αντίθετα ζητεί και ελέγχει τις τιμές αναφοράς από τους παρόδους, στις οποίες δε φαίνονται μειώσεις όπως πχ εκπτώσεις όγκου. Αυτή η στάση, δείχνει και το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζεται το θέμα της ανταγωνιστικότητας και του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας.

Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα η στατιστική αρχή, ζητά και αποτυπώνει τις τελικές τιμές, μαζί με τις εκπτώσεις προφίλ της κάθε βιομηχανίας, αφού απευθύνεται στους πελάτες για τα τελικά κόστη που πληρώνουν (περιλαμβανομένων των εκπτώσεων όγκου και συνέπειας) και όχι στη ΔΕΗ προκειμένου να δημοσιοποιήσει τις τιμές αναφοράς για τη βιομηχανία.

Το πραγματικό συμπέρασμα που προκύπτει πάντως από τη σύγκριση, είναι ότι μια αγορά ελεύθερη, ανταγωνιστική και με ρευστότητα, προσφέρει και πιο ανταγωνιστικά κόστη ενέργειας.

Και υπό αυτό το πρίσμα, είναι ανάγκη να προχωρήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα το άνοιγμα και της ελληνικής αγοράς που θα φέρει βελτιωμένες συνθήκες ενεργειακού κόστους όχι μόνο για τη βιομηχανία αλλά συνολικά για την ελληνική οικονομία και τα νοικοκυριά.

Με πληροφορίες Capital