Η ιταλική οικονομία έχει κάνει «restart», με τα προβλήματα όμως να παραμένουν πολλά, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί εκ νέου μετά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου.

Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης κατέγραψε πέρυσι την υψηλότερη αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε επτά χρόνια, με τον ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται στο +1,4%.

Ωστόσο, το ΑΕΠ παραμένει κατά 5,7% χαμηλότερο από το επίπεδό του το 2008, πριν από την κρίση. Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, η χώρα είναι πολύ χαμηλότερα του 2,5% που κατέγραψε πέρυσι η ευρωζώνη.

Για τους οικονομολόγους, αυτή η αδυναμία μπορεί να εξηγηθεί από την παραγωγικότητα, που είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη και οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες: έλλειψη πιστώσεων, αναντιστοιχία μεταξύ της κατάρτισης και των αναγκών των επιχειρήσεων, μη ευνοϊκό περιβάλλον για τους επιχειρηματίες.

«Από το 1999, η διαφορά (στην παραγωγικότητα) μεταξύ της Ιταλίας και άλλων μεγάλων χωρών της ευρωζώνης έχει σαφώς διευρυνθεί» και το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας είναι σήμερα «κατά 25% χαμηλότερο από αυτό της Γερμανίας και της Γαλλίας», σχολίασε ο Νίκολα Νόμπιλε από την Oxford Economics.

Εάν τα προϊόντα ‘Made in Italy’ έχουν κατακτήσει ηγετική θέση σε πολλούς τομείς, όπως η μόδα και τα έπιπλα κουζίνας, αυτό δεν οφείλεται σε πολιτικούς παράγοντες, σύμφωνα με τον Αλεσάντρο Ιλιπράντι, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Bonaudo, μιας εταιρίας που ειδικεύεται στην επεξεργασία δερμάτων, ένας κλάδος στον οποίο η Ιταλία πραγματοποιεί το 65% της ευρωπαϊκής παραγωγής.

Επισφαλής απασχόληση

«Η πολιτική κατάσταση είναι ασταθής εδώ και δεκαετίες» και οι πολιτικοί «δεν διευκολύνουν τη ζωή των επιχειρηματιών, το αντίθετο μάλλον», σημείωσε.

Ποια είναι τα καθημερινά προβλήματα; «Η γραφειοκρατία, η βραδύτητα της δικαιοσύνης, οι ιδιαίτερα αυξημένοι φόροι», εξήγησε ο Ιλιπράντι. «Για να βγούμε από τη σημερινή κατάσταση, χρειάζονται δραστικές αποφάσεις».

Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί μέτρα από τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Ματέο Ρέντσι και στη συνέχεια του Πάολο Τζεντιλόνι. Με κάποια επιτυχία: από το 2012 έως το 2017, η Ιταλία σκαρφάλωσε από την 87η στη 46η θέση στο δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία του επιχειρείν, παρόλο που συνεχίζει να βρίσκεται πίσω από τη Ρουμανία ή τη Μολδαβία.

Η αγορά εργασίας έγινε πιο ευέλικτη χάρη στο Jobs Act, μια εργασιακή μεταρρύθμιση που διευκόλυνε τις απολύσεις και προέβλεπε συμβάσεις αορίστου χρόνου με αυξανόμενη προστασία.
Παρόλο που είναι δύσκολο να αποτιμηθεί ο πραγματικός της αντίκτυπος, ακόμα και ο ίδιος ο Ρέντσι επαναλαμβάνει συνεχώς ότι επέτρεψε τη δημιουργία ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας από το 2014. Και ορισμένοι, κυρίως συνδικάτα, εκτιμούν ότι συνέβαλε ιδιαίτερα στο να δημιουργηθούν επισφαλείς θέσεις εργασίας.

Σύμφωνα όμως με τον Ρομπέρτο Πιρότι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Bocconi στο Μιλάνο, το Jobs Act υπήρξε «μια θαρραλέα και χρήσιμη μεταρρύθμιση» σε μία χώρα όπου το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 10,8% και στο 32,2% στις ηλικίες 15-24 ετών, σε γενικές γραμμές υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Σχέδιο Βιομηχανία 4.0

Ο συντελεστής για την εταιρική φορολογία μειώθηκε από το 27,5% στο 24%. Παρόλο που είναι γενικώς χαμηλότερος από της Γαλλίας (33,3%), παραμένει υψηλότερα από αυτόν της Βρετανίας (19%) και απέχει πολύ από το 12,5% της Ιρλανδίας ή το 9% της Ουγγαρίας.

Ο Τζιοβάνι Λομπάρντι, επικεφαλής της εταιρίας συμβούλων Tecno, χαιρέτισε από την πλευρά του το σχέδιο Βιομηχανία 4.0 που υιοθετήθηκε το 2016 από την κυβέρνηση, καθώς «δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις να επενδύουν στην ψηφιοποίηση, στον αυτοματισμό».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «η αγορά είναι εντελώς πολωμένη: οι επιχειρήσεις που δεν έχουν επενδύσει στην καινοτομία και τις τεχνολογίες βρίσκονται εκτός μάχης, ενώ αυτές που το έκαναν καλπάζουν».

Ωστόσο, ο Νόμπιλε φοβάται ότι η μελλοντική κυβέρνηση δεν θα ακολουθήσει τις μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες υπάρχουν δεσμεύσεις, όπως η απλούστευση της γραφειοκρατίας, ενώ τα περισσότερα κόμματα έχουν υποσχεθεί θεαματική μείωση φόρων που δημιουργεί τον κίνδυνο να επιβαρυνθεί το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, που είναι ήδη το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη (131,6% του ΑΕΠ).

Επιπλέον, καμία παράταξη δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την πλειοψηφία βάσει των δημοσκοπήσεων, με το γεγονός αυτό να προοιωνίζει μακράς διάρκειας διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης και μια έντονη αβεβαιότητα για την πολιτική που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, με τον κίνδυνο να επηρεαστούν η εμπιστοσύνη και οι χρηματοπιστωτικές αγορές.