Έπειτα από 10 χρόνια δυσχερών οικονομικών συνθηκών, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αισθάνονται αισιόδοξες για τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης και τις προοπτικές τους για το διεθνές εμπόριο, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της HSBC με τίτλο «Navigator: Now, next and how».
Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες από 9.100 εταιρείες σε 35 χώρες και γεωγραφικές περιφέρειες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Η έρευνα αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα φαίνεται να υιοθετούν μια «αργή και σταθερή» στρατηγική προκειμένου να σταθεροποιήσουν την πορεία τους ύστερα από μια ταραχώδη δεκαετία.
Ισχυρές προσδοκίες ανάπτυξης
Σύμφωνα με την έρευνα, το 85% των ελληνικών επιχειρήσεων αναμένει ότι θα αναπτυχθεί κατά το επόμενο έτος, ποσοστό μεγαλύτερο τόσο από τον παγκόσμιο όσο και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (79%). Μάλιστα, σήμερα το 65% των εταιρειών στην Ελλάδα δηλώνει πιο αισιόδοξο σε σχέση με πέρυσι και αυτό είναι το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη.
Ωστόσο, μόνο το 19% των εταιρειών στην Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία «επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης», δηλαδή αναμένει ανάπτυξη που υπερβαίνει το 15%. Το αντίστοιχο ποσοστό σε παγκόσμιο επίπεδο είναι υψηλότερο και αγγίζει το 21%.
Όσον αφορά στην επόμενη πενταετία, το 90% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αναμένει ανάπτυξη, ποσοστό μεγαλύτερο από τον παγκόσμιο και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (82% και 80% αντίστοιχα).
Μόνο, όμως, το 35% των συμμετεχόντων στην έρευνα από την Ελλάδα αναμένει ότι η επιχείρησή του θα αλλάξει ριζικά ή σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος παγκοσμίως φτάνει στο 50% και στην Ευρώπη το 41%.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναμένουν διεθνή ανάπτυξη
Το 81% των συμμετεχόντων στην έρευνα από την Ελλάδα είναι θετικό για τις προοπτικές της επιχείρησής του ως προς το διεθνές εμπόριο τα επόμενα δύο χρόνια, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο της υπόλοιπης Ευρώπης (79%). Μάλιστα, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διεθνώς είναι ακόμα πιο αισιόδοξες για το μέλλον τους – 98% αυτών των εταιρειών είναι θετικό σε σχέση με την ανάπτυξή του το επόμενο έτος έναντι 85% του μέσου όρου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι θετικές για το διεθνές εμπόριο, το οποίο βλέπουν ως μοχλό ανάπτυξης για τα επόμενα πέντε χρόνια. Υποστηρίζουν ότι θα φέρει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες (86%), θα προωθήσει την καινοτομία (76%) και θα βελτιώσει την αποδοτικότητά τους (69%).
Το εμπόριο εντός της Ευρώπης θα παραμείνει προτεραιότητα
Για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η Ευρώπη είναι και θα παραμένει ο βασικός εμπορικός εταίρος. Το 84% των εξωστρεφών επιχειρήσεων δραστηριοποιείται εντός Ευρώπης, ενώ ένα μικρό ποσοστό έχει επεκταθεί περισσότερο προς τις γεωγραφικές περιφέρειες της Μέσης Ανατολής & Βόρειας Αφρικής (10%), της Βόρειας Αμερικής (8%) ή της Ασίας-Ειρηνικού (2%).
Πάντως, μέσα στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια, οι επιχειρήσεις από την Ελλάδα αναμένουν να ενισχύσουν τη δραστηριοποίησή τους στη Βόρεια Αμερική. Συγκεκριμένα, το 15% των επιχειρήσεων αναφέρει τη Βόρεια Αμερική ως την κορυφαία περιοχή για ανάπτυξη.
Εντός της Ευρώπης τώρα, η Γερμανία είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος, καθώς αναφέρθηκε από το 34% των ελληνικών επιχειρήσεων. Ακολουθούν η Ιταλία (26%) και η Κύπρος (19%). Στο μέλλον οι ελληνικές επιχειρήσεις επιθυμούν να αυξήσουν το εμπόριό τους με την Κύπρο (21%), τη Βουλγαρία (18%) και τη Γαλλία (12%). Η Γερμανία θα παραμείνει μια κορυφαία αγορά, αλλά μόνο το 15% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αναφέρει ότι θέλει να επεκταθεί εκεί.
Οι ευνοϊκές ευκαιρίες συνεργασίας (68%), η αποδεδειγμένη καταναλωτική ζήτηση (64%) και η πρόσβαση σε νέους προμηθευτές/συνεργάτες σε αυτές τις αγορές (50%) αναφέρονται από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα ως οι βασικοί λόγοι για τους οποίους προτιμούν να δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, οι ξένες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα επειδή θεωρούν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τους είναι ανώτερες από αυτά που υπάρχουν στη χώρα (31%), θέλουν να επεκταθούν στην ελληνική αγορά πριν από τους ανταγωνιστές τους (30%), αλλά και λόγω των ευνοϊκών ευκαιριών για εξεύρεση συνεργατών στην Ελλάδα (29%).
Τι διώχνει τις επιχειρήσεις;
Λιγότερες από τις μισές επιχειρήσεις στην Ελλάδα (46%) σταμάτησαν ή περιόρισαν τις εμπορικές τους σχέσεις με άλλες αγορές την τελευταία διετία και 26% σκοπεύει να το πράξει τα επόμενα δύο χρόνια. Και τα δύο ποσοστά είναι μικρότερα από τους αντίστοιχους παγκόσμιους μέσους όρους (55% και 46%).
Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι φυσικής ασφάλειας, τα ανεπαρκή πρότυπα βιωσιμότητας (και τα δύο στο 24%) καθώς και οι πρόσθετοι δασμοί (21%) είναι οι κύριοι λόγοι που αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις από το εξωτερικό να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα.
Πώς αντιδρούν οι ελληνικές επιχειρήσεις στον προστατευτισμό και στη γεωπολιτική;
Το 65% των επιχειρήσεων παγκοσμίως βιώνει έντονα τις επιπτώσεις του προστατευτισμού, σε σύγκριση με το 55% στην Ευρώπη, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα φτάνει το 60%. Σε παρόμοιο επίπεδο (59%) αισθάνονται τον αντίκτυπο των γεωπολιτικών εξελίξεων οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ποσοστό και σε αυτήν την περίπτωση χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (64%).
Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις παγκοσμίως σε γενικές γραμμές πιστεύουν ότι ο προστατευτισμός λειτουργεί προς όφελός τους. Περισσότερες από τις μισές ελληνικές επιχειρήσεις (53%) πιστεύουν ότι κερδίζουν περισσότερα απ’ ό,τι χάνουν από αυτές τις πολιτικές, ποσοστό ελαφρώς μικρότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο αλλά λίγο μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της βιωσιμότητας
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις τα κορυφαία κίνητρα για να εφαρμόσουν κανόνες βιωσιμότητας είναι η αύξηση των πωλήσεων (35%), η κάλυψη των απαιτήσεων των αγοραστών (26%) και η συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις (25%).
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αισθάνονται λιγότερο ικανές να ενισχύουν τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Μόνο το 42% των εταιρειών στην Ελλάδα πιστεύει ότι μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων και το 15% θεωρεί ότι ο ρόλος του είναι σημαντικός. Τα ποσοστά σε παγκόσμιο επίπεδο είναι 63% και 25% αντίστοιχα και στην Ευρώπη 53% και 17% αντίστοιχα.