«Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στη χώρα μας έχουν εισρεύσει από τα Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί για την ανάπτυξη των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.

Αλλά, είναι κοινή παραδοχή ότι τα χρήματα αυτά δεν έχουν αξιοποιηθεί με τον βέλτιστο τρόπο, ούτε έχουν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν το είχαν κάνει, άλλωστε, πιθανόν δεν θα βρισκόταν η χώρα μας στις χαμηλότερες βαθμίδες όλων των σχετικών με τις δεξιότητες διεθνών και ευρωπαϊκών κατατάξεων.

Υπάρχει πρόβλημα με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των δράσεων επαγγελματικής κατάρτισης των ενηλίκων που χρηματοδοτούνται από ενωσιακούς πόρους, εν προκειμένω από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Αυτά υπογράμμισε ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος Γιώργος Καββαθάς στην έναρξη ημερίδας στην οποία παρουσιάζεται η νέα μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ «Προβληματικές όψεις της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης στην Ελλάδα.

Ο πρόεδρος πρόσθεσε: «Μπορεί οι επιδόσεις μας ως προς τον αριθμό προγραμμάτων που υλοποιούμε και ως προς την απορρόφηση πόρων να είναι καλές, αλλά το ουσιαστικό αποτέλεσμα, σε όρους αναβάθμισης γνώσεων και τεχνικών επαγγελματικών δεξιοτήτων, υπολείπεται.

Εκτιμούμε ότι αυτό το διαχρονικό πρόβλημα έχει φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο οι άμεσες και τολμηρές διορθωτικές παρεμβάσεις είναι αναγκαίες».

Και οι παρεμβάσεις αυτές, συνέχισε ο ίδιος, δεν αφορούν μόνο την πολιτεία και τους αρμόδιους επιτελικούς κρατικούς φορείς, αλλά εκτείνονται στους παρόχους κατάρτισης, στους ωφελούμενους, στους εκπαιδευτές, και στις δημόσιες υπηρεσίες που διαχειρίζονται τα σχετικά έργα.

«Αναγνωρίζουμε ότι είναι ένα δύσκολο πρόβλημα, η επίλυση του οποίου προϋποθέτει την συμπερίληψη πολλών διαφορετικών οπτικών, την συναρμογή διαφορετικών συμφερόντων, αλλά και τη νομοθετική και εκτελεστική βούληση, αποφασιστικότητα και συνέχεια» κατέληξε ο πρόεδρος.

Η μελέτη

Το σύστημα ΣΕΚ της χώρας είναι αναποτελεσματικό -λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τους σημαντικούς πόρους που έχουν διατεθεί- συνεπώς απαιτείται αναδιάρθρωσή του.

Αυτό επισημαίνεται στη μελέτη ενώ, μία δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι λειτουργίες του συστήματος ΣΕΚ υπερκαθορίζονται πρωτίστως από την επιδίωξη βραχυπρόθεσμων στόχων, που συναρτώνται άμεσα με την απορρόφηση των διατιθέμενων ευρωπαϊκών πόρων και την ανάγκη επιλεξιμότητας των ενεργειών. Αυτή η πρόταξη της χρηματοδοτικής ανάγκης οδηγεί σε σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα των διαδικασιών του συστήματος.

Μια ακόμα διαπίστωση είναι ότι δεν λειτουργούν αποδοτικά οι ‘δικλείδες ασφαλείας’ που έχουν τεθεί για τη διασφάλιση της ποιότητας του συστήματος ΣΕΚ, το σύστημα αξιολόγησης των προγραμμάτων και των παρόχων ΣΕΚ είναι ελλειμματικό ενώ μία τελική διαπίστωση είναι ότι καθένας από τους κρίσιμους παράγοντες που παρεμποδίζουν την εφαρμογή ποιοτικών προγραμμάτων ΣΕΚ είναι εξαιρετικά σύνθετος, επιδέχεται αρκετές εύλογες ερμηνείες και ταυτόχρονα αλληλεξαρτάται από τους άλλους.

Υπό αυτό το πρίσμα, το πεδίο της ΣΕΚ μπορεί να θεωρηθεί ως ένα περίπλοκο σύστημα, ένα “Όλο”, που εμπεριέχει τα μέρη του ως αλληλεπιδρώντα και συνδιαμορφωτικά στοιχεία του, ενώ ταυτόχρονα κάθε μέρος εμπεριέχει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του “Όλου” (αναποτελεσματικότητα, βραχυπρόθεσμη πρώτιστα στόχευση).

Πιο αναλυτικά, την περίοδο 2019-2023, παρατηρήθηκε εντατική παραγωγή νομοθετικού έργου με στόχο την αναδιάρθρωση του συστήματος ΣΕΚ. Ταυτόχρονα, η έκτακτη χρηματοδοτική ενίσχυση που προέρχεται από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας για την περίοδο 2022-2026 σχεδόν διπλασίασε τους πόρους που διατίθενται για την ΣΕΚ.

Στο πλαίσιο αυτό, μείζον πρόσφατο γεγονός αποτελούν δύο προγράμματα ανάπτυξης ψηφιακών και πράσινων δεξιοτήτων ανέργων και εργαζομένων, που συγχρηματοδοτούνται από το ανωτέρω Ταμείο, βρίσκονται σε εξέλιξη και αναμένεται να καταρτίσουν συνολικά 500.000 άτομα μέσα στη συγκεκριμένη περίοδο.

Παρόλα αυτά, όπως σημειώνεται στη μελέτη παραθέτοντας και τα ευρήματα μελετών από τους οργανισμούς ΟΟΣΑ, διαΝΕΟσις και ERASMUS+/ REGALE (2023), δεν φαίνεται να βελτιώθηκε μέχρι σήμερα, η κατάσταση.

Δηλαδή, όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το ελληνικό σύστημα ΣΕΚ, αν και περιέχει ορισμένα θετικά στοιχεία στο θεσμικό επίπεδο και κατορθώνει να απορροφά σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους, δεν προσφέρει ποιοτική κατάρτιση και επαγγελματικά εφόδια παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό.

Συνεπώς, όπως επισημαίνεται, χρειάζεται ριζική αναδιαμόρφωση και αναβάθμιση του συστήματος, προκειμένου να λειτουργήσει αποδοτικά και να μπορέσει, μετά τη μείωση της Ευρωπαϊκής χρηματοδότησης – που αναμένεται να συμβεί σε λίγα χρόνια – να είναι βιώσιμο και να ασκεί τον ουσιαστικό ρόλο του, που συνιστά τη συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και στην προσωπική ανάπτυξη των καταρτιζομένων.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται, είναι απαραίτητη μια ευρεία διαβούλευση μεταξύ των εκπροσώπων των κρατικών φορέων, των κοινωνικών εταίρων, των εμπειρογνωμόνων, των παρόχων, των στελεχών και εκπαιδευτών του πεδίου της ΣΕΚ, καθώς επίσης μια επόμενη εκτενής ερευνητική προσέγγιση με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, η οποία θα αποσκοπεί στη διατύπωση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και στρατηγικού χαρακτήρα προτάσεων παρέμβασης με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας του πεδίου και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του.