Ο κίνδυνος να χαθούν 250.000 θέσεις εργασίας λόγω των οικονομικών συνεπειών του κορωνοϊού επισημαίνεται στο 2ο μέρος Έκτακτης Έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Η παρούσα δημοσίευση εστιάζει στις συνέπειες που προκαλεί η αντιμετώπιση της πανδημίας στην αγορά εργασίας και αποτελεί κομμάτι της έκτακτης έρευνας που πραγματοποίησε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία MARC, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στις 15 Απριλίου 2020.

Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας, σύμφωνα με το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, είναι τα εξής:

«-8 στις 10 (77,7%) επιχειρήσεις που ανέστειλαν μερικώς ή πλήρως τη δραστηριότητά τους προχώρησαν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας

– 1 στις 8 (13,3%) επιχειρήσεις υιοθέτησαν καθεστώς τηλεργασίας για το προσωπικό τους.

– 2 στις 10 (19,9%) επιχειρήσεις που δεν ανέστειλαν τη λειτουργία τους μείωσαν το προσωπικό τους, ενώ μόλις 3 στις 100 (3,2%) το αύξησαν.

– 1 στις 8 (12,7%) του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενδέχεται να μειώσουν το προσωπικό τους μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ενώ μόλις 3 στις 100 (3,4%) δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις.

– Με βάση τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι 1 στις 7 επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.

Το πρώτο μέρος της έρευνας που δημοσιεύτηκε στις 15/4/2020 εστίαζε στις επιπτώσεις της πανδημίας στην βιωσιμότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Δυο στοιχεία επισημάνθηκαν ως πιο σημαντικά σχετικά με τη λειτουργία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Το πρώτο αναδείκνυε την έλλειψη ρευστότητας ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι 8 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το δεύτερο ζήτημα, που συνδέεται σε ένα βαθμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας, αφορούσε στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε πως 1 στις 7 επιχειρήσεις ενδέχεται να διακόψουν την δραστηριότητα τους το επόμενο διάστημα.

Τα δυο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν τις σοβαρές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και όπως είναι επόμενο επηρεάζουν και την αγορά εργασίας, που φαίνεται πως αλλάζει δραματικά.

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας κατά το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η εξής :

– Αναστολή σε συντριπτικό ποσοστό των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν εν όλω ή εν μέρει την λειτουργιάς τους.

– Πάγωμα προσλήψεων εργαζομένων από τις επιχειρήσεις που συνέχισαν την δραστηριότητα τους και παράλληλα σημαντική μείωση των θέσεων εργασίας.

– Ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως αποτέλεσμα της εκθετικής αύξησης της τηλεργασίας, που ωστόσο δεν μπορεί να υιοθετηθεί ευρέως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σημαντικοί περιορισμοί έχουν τεθεί στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας.

Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμα της με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον.

Με βάση αυτά η επόμενη μέρα για την απασχόληση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις φαίνεται πως θα συνεχίσει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά που έχουν ήδη διαμορφωθεί.

Στο πλαίσιο αυτό 1 στις 8 (12,7%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δηλώνει πως το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού. Εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι 1 στις 7 επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.

Μια επιπλέον αρνητική διάσταση είναι ο περιορισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας μόλις το 3,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού το επόμενο διάστημα. Το στοιχείο αυτό, που ακολουθεί την συμπεριφορά που έχει ήδη εκδηλωθεί, δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης της ανεργίας εάν αναλογιστούμε ότι το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Αυγούστου κατά τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια είναι το καλύτερο για την απασχόληση. Κατά μέσο όρο το διάστημα αυτό δημιουργούνται επιπλέον 270.000 θέσεις εργασίας κυρίως λόγω του τουρισμού.

Το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό.

Δημιουργούνται προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας και διεύρυνσης των ανισοτήτων.

Η εξέλιξη αυτή θα λάβει σοβαρές διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες εάν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που από την μια μεριά θα περιορίσουν το “ψηφιακό χάσμα[3]” μεταξύ των επιχειρήσεων και από την άλλη θα κατανείμουν δικαία τα βάρη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.

Με βάση αυτά – εκτός από την διεύρυνση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων και κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων – πρέπει να διερευνηθεί μια συμπληρωματική δέσμη μέτρων με στόχο την ανάσχεση των δυσμενέστερων επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η υλοποίηση πολιτικών όπου το Κράτος θα διαδραματίσει τον ρόλο του εργοδότη ύστατης καταφυγής, ώστε να αναπληρωθούν, στο μέτρο που είναι δυνατό, οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές και να διατηρηθεί ενεργό το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό της χώρας».