Η έκθεση του Γραφείου αναφέρεται και στους κινδύνους που ελλοχεύουν στην ελληνική οικονομία, όπως η μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών και οι ζημιές από δασικές πυρκαγιές και πλημμύρες που αναμένεται αρχικά να επιβραδύνουν την αύξηση της κατανάλωσης.
Ακόμη, επισημαίνει και την αύξηση του κόστους δανεισμού προβλέπεται να επιβαρύνει προσωρινά τις επενδύσεις.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η μείωση του πληθωρισμού είναι πιθανό να επιβραδυνθεί, αν η σφιχτή αγορά εργασίας συμβάλλει σε μισθολογικές πιέσεις. Ένας πιο επίμονος πληθωρισμός ή νέες διαταραχές στην ενέργεια και τον εφοδιασμό αποτελούν βασικούς κινδύνους και θα μειώσουν την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Ωστόσο, διατηρεί την δυναμική της η ελληνική οικονομία, παρά τα στοιχεία στασιμότητας που παρατηρούνται στην οικονομία της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και στο πλαίσιο αυτό διατηρεί την πρόβλεψή του στο 2,2% για ανάπτυξη εφέτος.
Παράλληλα ο νέος επικεφαλής του Γραφείου, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης του 3ου τριμήνου, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, υποδέχθηκε θετικά την απόφαση του Ecofin για την υπό όρους εξαίρεση της προσμέτρησης των αμυντικών δαπανών από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σημειώνοντας με νόημα πως «πρέπει να δούμε την απόφαση αυτή σαν ευκαιρία για να τρέξουμε πιο γρήγορα και όχι σαν αφορμή για εφησυχασμό».
Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, το ΓΠΚΒ επισημαίνει την αποκλιμάκωση στο 2,9% τον Νοέμβριο με τον Ι. Τσουκαλά να εκτιμά πως σε επίπεδο Ευρωζώνης το επόμενο 6μηνο θα είναι καθοριστικό για το χρόνο στον οποίο θα προχωρήσει η ΕΚΤ σε μείωση επιτοκίων.
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ «είναι θετικό ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,4% τον Νοέμβριο, αποκλιμακώνεται ταχύτερα του αναμενομένου, και δείχνει τον δρόμο, για πρώτη φορά, προς την αναστροφή της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Μια ενδεχόμενη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ το πρώτο εξάμηνο του 2024, εξαιτίας της έως τώρα επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των τιμών και των ενδείξεων κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, θα έχει θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, μια επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, θα επηρέαζε αρνητικά την ελληνική οικονομία».
Επίσης σύμφωνα με την έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στην καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2023 (πρωτογενές πλεόνασμα, για το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, ύψους 5.214 εκατ. ευρώ), καθώς επίσης και στην καλύτερη του προβλεπόμενου απόδοσης της οικονομίας, η οποία στηρίχθηκε στην:
• σταθερή παραγωγή καθαρών θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας στο 9,6%,
• σημαντική αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία κατά το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019 κατά 11% περίπου,
• αύξηση των μισθών και των συντάξεων, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος) αλλά και από τους έμμεσους φόρους.
Τέλος επισημαίνει παράλληλα πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που δόθηκε από την Fitch Ratings τον Δεκέμβριο του 2023, σφραγίζει την καλή πορεία των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών καθώς και τις προοπτικές δημοσιονομικής σταθερότητας, και έτσι το αξιόχρεο της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό σε μεγάλους θεσμικούς επενδυτές.
Πέρα από τη θετική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού συμπαρασύρει και το κόστος έκδοσης εταιρικών ομολόγων, και συμβάλλει στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.