Τη θετική προοπτική της οικονομίας για το 2021 και το 2022 επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σημειώνοντας όμως ότι η αύξηση του πληθωρισμού θα μας επηρεάζει και το 2022, ενώ υπάρχει ακόμη και η αβεβαιότητα της πανδημίας με τη μετάλλαξη Όμικρον.
Συγκεκριμένα, η έκθεση επισημαίνει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης (13,4%) που πέτυχε η οικονομία το τρίτο τρίμηνο του χρόνου, που ήταν η δεύτερη υψηλότερη εντός της Ευρωζώνης.
Μάλιστα, ο επικεφαλής του Γραφείου, κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης, τόνισε ότι αν η βελτίωση σε σχέση με τους στόχους στο πρωτογενές ισοζύγιο κατά 620 εκατ. ευρώ για το 10μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου συνεχιστεί και το τέταρτο τρίμηνο, θα έχουμε και λίγο χαμηλότερο πρωτογενές έλλειμμα στο τέλος του χρόνου.
Απέδωσε την άνοδο του τρίτου τριμήνου στην κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών, ειδικά στις υπηρεσίες, κάτι που είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης του τουρισμού από τον Ιούλιο. Μάλιστα, η αύξηση του τουριστικού προϊόντος ήταν και η βασική αιτία για τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το εννεάμηνο κατά περίπου 2 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά την πορεία του πληθωρισμού, τόνισε πως τόσο η αύξηση των τιμών παραγωγού στη βιομηχανία, που αυξήθηκε στο τρίτο τρίμηνο κατά 23%, όσο και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, που αυξήθηκε το ίδιο διάστημα κατά 32,9%, προοιωνίζονται συνέχιση των ανατιμήσεων.
Τούτο με δεδομένο ότι ένα μέρος από την αύξηση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων στη χονδρική θα περάσει και στις τιμές λιανικής, επηρεάζοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και ένα μέρος του 2022.
Τόνισε, παρ’ όλα αυτά, ότι σε όρους εναρμονισμένου ΔτΚ η Ελλάδα είχε τον Νοέμβριο πληθωρισμό 4%, αλλά είχε απόσταση περίπου μίας μονάδας από τον μέσο πληθωρισμό της Ευρωζώνης, που έφτασε στο 4,9%. Θύμισε και τα θετικά του πληθωρισμού, σημειώνοντας ότι η άνοδος του πληθωρισμού μειώνει και την πραγματική αξία του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού.
Ωστόσο, ο κ. Κουτεντάκης επισήμανε τον κίνδυνο η επιμονή των ανατιμήσεων να οδηγήσει τις Κεντρικές Τράπεζες στο να επανακαθορίσουν τη στάση τους απέναντι στην ευνοϊκή νομισματική πολιτική που ασκούν τελευταία χρόνια.
Ειδικά για την Ελλάδα υπογράμμισε τη σημασία της ομπρέλας προστασίας που άνοιξε η ΕΚΤ πάνω από τους ελληνικούς τίτλους μετά το τέλος του PEPP τον ερχόμενο Μάρτιο. Είπε συγκεκριμένα ότι, ακόμη και με την υποψία πως η Ελλάδα θα μείνει οριστικά εκτός των προγραμμάτων αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ, οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς αυξήθηκαν σε σχέση με τον αντίστοιχο ιταλικό, ενώ μέχρι τότε ακολουθούσαν πορείες ταυτόσημες.
Ως δεύτερη μεγάλη αβεβαιότητα ανέφερε τη συνέχιση της πανδημίας με τη μετάλλαξη Όμικρον, η οποία μπορεί να δημιουργήσει αυξημένες ανάγκες για μέτρα στήριξης ανάλογα με την ένταση της αύξησης κρουσμάτων και θανάτων.
Κατά τα λοιπά, η έκθεση σημειώνει την αύξηση κατά 3,1 δισ. των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία στο τέλος Οκτωβρίου σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται από τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7 δισ. ευρώ μείον τις εισπράξεις και διαγραφές 5,2 δισ. ευρώ, συν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1η/11/2020 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα, ύψους 1,3 δισ. ευρώ.
Επίσης, σημειώνεται ότι ο συνολικός αριθμός εκκρεμών αιτήσεων κύριας συνταξιοδότησης μειώθηκε ελαφρώς, από 125.504 στο τέλος Ιουνίου 2021 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 428 εκατ. ευρώ) σε 125.373 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 420,4 εκατ. ευρώ).
Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις συνταξιοδότησης αυξήθηκαν από 98.695 στο τέλος Ιουνίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 410,4 εκατ. ευρώ) σε 99.404 στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 408 εκατ. ευρώ).