Την αύξηση του μεγέθους του έκτακτου QE πανδημίας της ΕΚΤ κατά 500 εκατ. ευρώ, και στο 1,25 τρισ. ευρώ από τα 750 δισ. ευρώ σήμερα προβλέπει η Goldman Sachs, κατά την επόμενη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας την προσεχή Πέμπτη.

Μία μεγαλύτερη αύξηση του μεγέθους του QE είναι πιθανή, όπως επισημαίνει, φέροντας το συνολικό πακέτο-μαμούθ της Λαγκάρντ στο 1,5 τρισ. ευρώ, αν και η G.S προς το παρόν δεν το προβλέπει.

Οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν τις προτάσεις του Eurogroup (συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας χωρίς μακροοικονομικές προϋποθέσεις) και αποφάσισαν να εργαστούν για τη δημιουργία ενός ταμείου ανάκαμψης, αφήνοντας ωστόσο ανοιχτές τις λεπτομέρειες. Αυτά τα βήματα, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs είναι ευπρόσδεκτα, καθώς το ταμείο ανάκαμψης θα μπορούσε να παρέχει πολύτιμη στήριξη πολιτικής στη Νότια Ευρώπη και η χρήση του ESM επιτρέπει κατ ‘αρχήν στην ΕΚΤ να ενεργοποιήσει το δικό της πρόγραμμα OMT.

Όμως, η πολιτική αυτή απάντηση δεν είναι αρκετή σε σχέση με τη συνολική δημοσιονομική λύση που απαιτείται για την ανακούφιση των ανησυχιών σχετικά με τη φερεγγυότητα των κρατών της Ευρωζώνης. Σε ολόκληρη την ΕΕ οι πόροι που έχουν δεσμευτεί μέχρι στιγμής είναι μέτριοι σε σύγκριση με την άνευ προηγουμένου επιδείνωση των δημοσιονομικών προοπτικών, ιδίως στη Νότια Ευρώπη.

Επιπλέον, το εμπόδιο για την ενεργοποίηση του OMT παραμένει υψηλό, καθώς το πρόγραμμα σχεδιάστηκε για να σταματήσει τον κίνδυνο μετάδοσης, όχι για να βοηθήσει τις χώρες να χρηματοδοτήσουν μεγάλα ελλείμματα.

Η Goldman Sachs βλέπει δύο σημαντικές επιπτώσεις από αυτήν την άρνηση αμοιβαιοποίησης των κινδύνων στην Ευρωζώνη. Πρώτον, ο κίνδυνος γύρω από τις χώρες θα επιμείνει όσο η κατανομή κινδύνων είναι περιορισμένη και όσο οι χρηματοοικονομικές συνθήκες στην Ευρωζώνη παραμένουν «σφιχτές» σε σχέση με την περίοδο προ-πανδημίας. Δεύτερον, η ΕΚΤ πρέπει να αυξήσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων για να καλύψει αυτό το κενό της αμοιβαιοποίησης κινδύνων μέσω του ισολογισμού της, ενώ οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ήδη έχουν δηλώσει προθυμία να το πράξουν.

Έτσι, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα αποφασίσει την αύξηση του νέου QE, του γνωστού PEPP, κατά 500 εκατ. ευρώ και στο 1,25 τρισ. ευρώ συνολικά αυτή την εβδομάδα. Μία τέτοια αύξηση θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων ομολόγων στην Ευρωζώνη αυτό το έτος, ειδικά των χωρών της περιφέρειας και να αφήσει ταυτόχρονα αρκετό «χώρο» προτού «παραβιάσει» τα χαλαρότερα όρια που έχει θέσει.

Η Goldman Sachs εκτιμά πως ο διπλασιασμός του PEPP στο 1,5 τρισ. ευρώ είναι επίσης πιθανός αν και η ίδια δεν αναμένει κάτι τέτοιο.

Μια μεγαλύτερη αύξηση θα ήταν ένα ευπρόσδεκτο μήνυμα στις αγορές ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να σταματήσει τους κινδύνους έκδοσης κρατικών τίτλων και είναι πιθανό να υλοποιηθεί τελικά εάν η πίεση της αγοράς παραμείνει αυξημένη. Αυτή η επιλογή θα εξαρτάται επίσης λιγότερο από τις αποκλίσεις στα capital keys (κεφαλαιακές κλείδες), τις οποίες η GS αναμένει να φτάσουν έως και το 7% στην Ιταλία, για παράδειγμα, με αύξηση του PEPP κατά 500 δισ. ευρώ (Έκθεμα 6, δεξί πλαίσιο).

Μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του μεγέθους του προγράμματος (π.χ. με σκοπό τη στήριξη των εκδόσεων χρέους της Ιταλίας και της Ισπανίας, αλλά διατηρώντας την κατανομή του capital key) θα ωθήσει τις θέσεις της ΕΚΤ σε κρατικά ομόλογα πάνω από το 50% σε ορισμένες χώρες, κάτι που θα μπορούσε να συνεπάγεται νομικούς κινδύνους.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η Goldman Sachs δεν είναι η μόνη που «βλέπει» αύξηση του μεγέθους του QE. Η Citigroup και η Barclays εκτιμούν ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ πρέπει να διπλασιαστεί στο 1,5 τρισ. ευρώ, ενώ η Capital Economics εκτιμά πως το νέο αυτό QE θα πρέπει να αυξηθεί στα 2 τρισ. ευρώ τουλάχιστον για να ηρεμήσουν οι ανησυχίες των αγορών.

Πληροφορίες Capital