Με «μεγάλη καθυστέρηση» έρχεται η εθνική στρατηγική έναντι της Κίνας, σχολιάζουν οι Γερμανοί επιχειρηματίες, αναγνωρίζοντας ότι τόσο η πανδημία όσο και ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξαν την ανάγκη αναπροσαρμογής της σχέσης με την ασιατική χώρα. Προειδοποιούν παράλληλα ωστόσο ότι «θα ήταν λάθος να γκρεμίσουμε τις σχέσεις μας».

«Η αναπροσαρμογή της στρατηγικής για την Κίνα είχε καθυστερήσει πολύ», δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Χονδρικής Πώλησης, Εξωτερικού Εμπορίου και Υπηρεσιών (BGA) Ντιρκ Γιαντούρα, επισημαίνοντας ότι «είναι καλό που τα ομοσπονδιακά υπουργεία κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε μια κοινή πορεία και είναι σωστό να εξετάσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού». Η Ασία είναι πολλά περισσότερα από την Κίνα, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Γιαντούρα και τόνισε ότι «η πανδημία, αλλά και η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία έδειξαν ότι το λογικό είναι να περιοριστούν οι εμπορικοί κίνδυνοι» και να επανεξεταστεί η γερμανοκινεζική γέφυρα. «Θα ήταν όμως λάθος να την γκρεμίσουμε», προειδοποίησε ο πρόεδρος της BGA και διευκρίνισε ότι «ελαχιστοποίηση των κινδύνων δεν σημαίνει και εγκατάλειψη όλων των επιχειρηματικών σχέσεων, καθώς η γερμανική και η κινεζική οικονομία είναι πολύ στενά συνδεδεμένες για να συμβεί κάτι τέτοιο».

Η Γερμανική Ένωση Χημικής Βιομηχανίας (VCI) χαρακτήρισε από την πλευρά της θετικό το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έπειτα από μακρά αντιπαράθεση, συμφώνησε σε μια κοινή στρατηγική έναντι της Κίνας, αλλά τόνισε ότι πρέπει τώρα να δοθεί ο σωστός τόνος. «Μόνο ένας ισχυρός τόπος επιχειρήσεων μπορεί να έχει και πολιτικό βάρος», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της VCI Βόλφγκανγκ Γκρόσε Εντρουπ και ζήτησε ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανικής θέσης. «Διαφορετικά, ο παγκόσμιος πρωταθλητής εξαγωγών θα γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής ανακοινώσεων», δήλωσε. Ο κ. Γκρόσε Έντρουπ σημείωσε ακόμη ότι η Γερμανία είναι μεν σημαντικός παίκτης, αλλά μόνο μια ενωμένη Ευρώπη μπορεί να πραγματικά αντιμετωπίσει την Κίνα επί ίσοις όροις. Η εθνική γερμανική στρατηγική είναι λοιπόν μόνο ένα βήμα, αλλά χρειάζεται η ΕΕ να επεκτείνει άμεσα τις διεθνείς εταιρικές σχέσεις της, π.χ. με τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, υπογράμμισε.

Το κείμενο της εθνικής στρατηγικής έναντι της Κίνας αποτελεί, σύμφωνα με την κυβέρνηση, την κατευθυντήρια γραμμή που θα πρέπει να ακολουθεί όχι μόνο η πολιτική της Γερμανίας, αλλά και η οικονομία. «Η Γερμανία πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στην οικονομική της ασφάλεια και αυτό σημαίνει πάνω από όλα ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τις μονόπλευρες εξαρτήσεις, οι οποίες δεν επηρεάζουν μόνο τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά μια ολόκληρη οικονομία», δήλωσε η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ.

Για αυτόν τον λόγο, πρόσθεσε με το βλέμμα στις κρατικές εγγυήσεις, «οι εταιρείες οι οποίες στο μέλλον παραμένουν εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική αγορά, θα πρέπει να επωμιστούν οι ίδιες σε μεγαλύτερο βαθμό τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο». Οι ευθύνες για ριψοκίνδυνες επιχειρηματικές αποφάσεις, πρέπει να παραμείνουν σαφείς. «Το να εμπιστεύεσαι το αόρατο χέρι της αγοράς σε καλούς καιρούς και να ζητάς το ισχυρό χέρι του κράτους στις δύσκολες στιγμές, σε περιόδους κρίσης, δεν θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα και, ακόμη και μια από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο, δεν μπορεί να το κάνει», τόνισε η κυρία Μπέρμποκ. Η Κίνα έχει αλλάξει, επομένως πρέπει να αλλάξει και η πολιτική μας έναντι της Κίνας, συνέχισε η υπουργός Εξωτερικών και επανέλαβε ότι για τη Γερμανία «η Κίνα παραμένει εταίρος, ανταγωνιστής, συστημικός αντίπαλος, αλλά η πτυχή του συστημικού ανταγωνισμού έχει έρθει τελευταία περισσότερο στο προσκήνιο». Σημείωσε μάλιστα τις συνεργασίες που συνάπτονται με χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και του Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού, ενώ παραδέχθηκε ότι «χωρίς την Κίνα δεν μπορούμε να περιορίσουμε αποτελεσματικά την κλιματική κρίση ούτε να επιτύχουμε πιο δίκαιη ευημερία στον κόσμο».

Από την πλευρά των οικονομολόγων, ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Μαρσέλ Φράτσερ επαίνεσε τη νέα στρατηγική της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντάς την «έξυπνη», αλλά επέκρινε και κάποια «αδύνατα σημεία» της. Πρόκειται, δήλωσε, για μια προσπάθεια να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της Κίνας ως ανταγωνιστή και της Κίνας ως εταίρου της Γερμανίας, αλλά μένει ασαφές το πώς θα επιτευχθούν οι δηλωμένοι στόχοι της κυβέρνησης και πώς θα προστατευθούν οι αξίες. «Η ανησυχητική αλήθεια είναι ότι η Γερμανία εξαρτάται τόσο πολύ από την Κίνα που η ταχεία μείωση αυτής της εξάρτησης και των κινδύνων φαίνεται μη ρεαλιστική», τόνισε.

Το 2022 διακινήθηκαν μεταξύ Γερμανίας και Κίνας αγαθά αξίας περίπου 298 δισεκατομμυρίων ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 21% σε σύγκριση με το 2021.